ἰσχάς: Difference between revisions
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
(13_5) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1272.png Seite 1272]] άδος, ἡ (vgl. [[ἰσχνός]]), die getrocknete Feige; Ar. Equ. 752; com. bei Ath. I, 27 f II, 75 b; öfter in Anth.; – Feigwarze, M. Arg. 22 (Plan. 241), Philp. 56 (Plan. 240). – Sprichwörtl. ἀντ' ἰσχάδος, ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων, Par. App. 1, 32. – Eine Art Wolfsmilch, Theophr., Diosc. – Bei Soph. frg. 699 Ath. III, 99 d der Anker des Schiffes, der es festhält, von [[ἴσχω]]; vgl. Luc. Lexiph. 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1272.png Seite 1272]] άδος, ἡ (vgl. [[ἰσχνός]]), die getrocknete Feige; Ar. Equ. 752; com. bei Ath. I, 27 f II, 75 b; öfter in Anth.; – Feigwarze, M. Arg. 22 (Plan. 241), Philp. 56 (Plan. 240). – Sprichwörtl. ἀντ' ἰσχάδος, ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων, Par. App. 1, 32. – Eine Art Wolfsmilch, Theophr., Diosc. – Bei Soph. frg. 699 Ath. III, 99 d der Anker des Schiffes, der es festhält, von [[ἴσχω]]; vgl. Luc. Lexiph. 15. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰσχάς''': -άδος, ἡ, (ἰσχνὸς) ξηρὸν [[σῦκον]], Ἀριστοφ. Ἰππ. 755, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 27F, 75 Β, κτλ.· περίφημοι ἦσαν αἱ τῆς Ἀττικῆς ἰσχάδες, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123.24, καὶ ἴδε τὴν λ. [[παράσημον]]: - [[ὡσαύτως]], «τὰς δρυπετεῖς καὶ γεργερίμους ἐλάας (τὰς ὡρίμου δηλ.) καὶ ἰσχάδας οἱ [[πάλαι]] ἔλεγον» Εὐστ. 1963. 55. 2) [[εἶδος]] εὐφορβίου, ([[φυτόν]]), Euphorhia Apios, Θεφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 6. ΙΙ. ([[ἴσχω]]), τὸ ἔχειν τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ στερεῶς, ἄγκυρα Σοφ. Ἀποσπ. 669, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 15, Ἀθην. 991). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:22, 5 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, (ἰσχνός)
A dried fig, Ar.Eq.755, Hermipp.63.16, Alex. 162.15, Arist.HA577a10, IG22.1013.24, PCair.Zen.110 (iii B.C.), Theoc.1.147, etc.; ἰσχάδος ἐγκώμιον POxy.2084; also, of over-ripe olives, Eust.1963.55. 2 spurge, Euphorbia Apios, Thphr.HP9.9.6, Dsc.4.175, Plin.HN26.72. II (ἴσχω) that which holds, anchor, S.Fr.761, Luc.Lex.15.
German (Pape)
[Seite 1272] άδος, ἡ (vgl. ἰσχνός), die getrocknete Feige; Ar. Equ. 752; com. bei Ath. I, 27 f II, 75 b; öfter in Anth.; – Feigwarze, M. Arg. 22 (Plan. 241), Philp. 56 (Plan. 240). – Sprichwörtl. ἀντ' ἰσχάδος, ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων, Par. App. 1, 32. – Eine Art Wolfsmilch, Theophr., Diosc. – Bei Soph. frg. 699 Ath. III, 99 d der Anker des Schiffes, der es festhält, von ἴσχω; vgl. Luc. Lexiph. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχάς: -άδος, ἡ, (ἰσχνὸς) ξηρὸν σῦκον, Ἀριστοφ. Ἰππ. 755, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 27F, 75 Β, κτλ.· περίφημοι ἦσαν αἱ τῆς Ἀττικῆς ἰσχάδες, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123.24, καὶ ἴδε τὴν λ. παράσημον: - ὡσαύτως, «τὰς δρυπετεῖς καὶ γεργερίμους ἐλάας (τὰς ὡρίμου δηλ.) καὶ ἰσχάδας οἱ πάλαι ἔλεγον» Εὐστ. 1963. 55. 2) εἶδος εὐφορβίου, (φυτόν), Euphorhia Apios, Θεφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 6. ΙΙ. (ἴσχω), τὸ ἔχειν τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ στερεῶς, ἄγκυρα Σοφ. Ἀποσπ. 669, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 15, Ἀθην. 991).