μεθοδεύω: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(13_6a) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0113.png Seite 113]] eigtl. nachgehen, verfolgen, μετέρχεσθαι erkl. Hesych., Sp., bes. einen Gegenstand kunstgemäß, nach den Regeln, methodisch abhandeln, D. Hal. iud. Thuc. 19; γεωμέτρου τὴν ἀλήθειαν ἐκ τῆς ἐμπειρίας μεθοδεύσαντος, D. Sic. 1, 81; πῶς μεθοδεύεται [[γυνή]], 7, 16, wie eine Frau zu behandeln, ihr beizukommen ist; dah. von den Rednern auch = durch rhetorische Kunstgriffe überlisten, betrügen, so im med., Pol. 38, 4, 10; vgl. argum. Dem. or. 47; Rhett. u. a. Sp., wie Charit. 7, 6; μεμεθώδευμαι führt Eust. 1325, 32 an. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0113.png Seite 113]] eigtl. nachgehen, verfolgen, μετέρχεσθαι erkl. Hesych., Sp., bes. einen Gegenstand kunstgemäß, nach den Regeln, methodisch abhandeln, D. Hal. iud. Thuc. 19; γεωμέτρου τὴν ἀλήθειαν ἐκ τῆς ἐμπειρίας μεθοδεύσαντος, D. Sic. 1, 81; πῶς μεθοδεύεται [[γυνή]], 7, 16, wie eine Frau zu behandeln, ihr beizukommen ist; dah. von den Rednern auch = durch rhetorische Kunstgriffe überlisten, betrügen, so im med., Pol. 38, 4, 10; vgl. argum. Dem. or. 47; Rhett. u. a. Sp., wie Charit. 7, 6; μεμεθώδευμαι führt Eust. 1325, 32 an. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεθοδεύω''': ἀόριστός τις [[μετὰ]] διπλῆς αὐξήσεως ἐμεθώδευσα εὕρηται ἐν Διογ. Λ. 8. 83· καὶ παθ. πρκμ. μεμεθώδευμαι ἐν Εὐστ. 1325. 32· ([[μέθοδος]]). Ποιῶ τι κατὰ μέθοδον, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 1. 15, 81, κτλ. 2) μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, πανουργίαν Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 27)· καὶ ἐν μέσ. τύπῳ, Πολύβ. 38. 4, 13· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. ΙΙ. κυβερνῶ, διοικῶ· Παθ., γυνὴ μεθοδεύεται ἐπαίνοις Χαρίτων 7. 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεθοδεύει· μετέρχεται ἢ διέρχεται». | |||
}} | }} |
Revision as of 11:22, 5 August 2017
English (LSJ)
aor. with double augm.
A ἐμεθώδευσα D.L.8.83: pf. Pass. μεμεθώδευμαι Eust.1325.32: (μέθοδος):—treat or practise by rule or method, τέχνην Phld.Rh.1.31 S., Ph. ap. Eus.PE8.14, cf. D.H. Th.19, D.S.1.15; τὴν ἀλήθειαν ἐκ τῆς ἐμπειρίας μ. ib.81; τέχνας D.H. 2.28:—Pass., Ph.1.212. 2 deal with, i.e. remove, avert an impending misfortune, PMag.Leid.W.16.13. 3 c. acc. pers., defraud, 'get round', Just.Nov.115.5.1:—Pass., ib.124.3; γυνὴ -εύεται ἐπαίνοις Charito 7.6:—abs. in Act., employ craft, LXX 2 Ki.19.27:—in Med., Plb.38.12.10, Arg.D.47. 4 Medic., treat, 'doctor', in Pass., Orib.Fr.74, Paul.Aeg.6.26: metaph., πᾶς λίβανος δολοῦται τῇ . . ῥητίνῃ -ευομένῃ (v.l. -ευόμενος) Dsc.1.68. 5 collect, exact a tax or debt, Cod.Just.10.19.9.1, 1.3.38.2.
German (Pape)
[Seite 113] eigtl. nachgehen, verfolgen, μετέρχεσθαι erkl. Hesych., Sp., bes. einen Gegenstand kunstgemäß, nach den Regeln, methodisch abhandeln, D. Hal. iud. Thuc. 19; γεωμέτρου τὴν ἀλήθειαν ἐκ τῆς ἐμπειρίας μεθοδεύσαντος, D. Sic. 1, 81; πῶς μεθοδεύεται γυνή, 7, 16, wie eine Frau zu behandeln, ihr beizukommen ist; dah. von den Rednern auch = durch rhetorische Kunstgriffe überlisten, betrügen, so im med., Pol. 38, 4, 10; vgl. argum. Dem. or. 47; Rhett. u. a. Sp., wie Charit. 7, 6; μεμεθώδευμαι führt Eust. 1325, 32 an.
Greek (Liddell-Scott)
μεθοδεύω: ἀόριστός τις μετὰ διπλῆς αὐξήσεως ἐμεθώδευσα εὕρηται ἐν Διογ. Λ. 8. 83· καὶ παθ. πρκμ. μεμεθώδευμαι ἐν Εὐστ. 1325. 32· (μέθοδος). Ποιῶ τι κατὰ μέθοδον, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 1. 15, 81, κτλ. 2) μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, πανουργίαν Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 27)· καὶ ἐν μέσ. τύπῳ, Πολύβ. 38. 4, 13· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ. ΙΙ. κυβερνῶ, διοικῶ· Παθ., γυνὴ μεθοδεύεται ἐπαίνοις Χαρίτων 7. 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεθοδεύει· μετέρχεται ἢ διέρχεται».