ἐπελπίζω: Difference between revisions
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(13_6a) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0914.png Seite 914]] 1) Hoffnungen machen, erregen, ὁπόσοι [[τότε]] αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν Thuc. 8, 1, u. häufiger bei Sp., wie Luc. D. Mort. 5, 2 D. Cass. 78, 11. – 2) τινί, auf Etwas hoffen, Heliod. 7, 26, wie Schol. Il. 13, 385; seine Hoffnung auf Etwas setzen, τινί, D. Cass. 41, 11; Sp. auch ἔν τινι. – 3) dazu hoffen, fast gleich dem simplex, ἢ σὸν οἰκίσειν ἐπήλπισα δόμον Eur. Hipp. 1010; Sp., wie Luc. Tim. 21. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0914.png Seite 914]] 1) Hoffnungen machen, erregen, ὁπόσοι [[τότε]] αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν Thuc. 8, 1, u. häufiger bei Sp., wie Luc. D. Mort. 5, 2 D. Cass. 78, 11. – 2) τινί, auf Etwas hoffen, Heliod. 7, 26, wie Schol. Il. 13, 385; seine Hoffnung auf Etwas setzen, τινί, D. Cass. 41, 11; Sp. auch ἔν τινι. – 3) dazu hoffen, fast gleich dem simplex, ἢ σὸν οἰκίσειν ἐπήλπισα δόμον Eur. Hipp. 1010; Sp., wie Luc. Tim. 21. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπελπίζω''': διαβουκολῶ τινα διὰ ψευδῶν ἐλπίδων, [[κάμνω]] αὐτὸν νὰ πιστεύσῃ ὅτι, καὶ ὁπόσοι τι [[τότε]] αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὡς λήψονται Σικελίαν Θουκ. 8. 1· αὐτοὺς ἐπελπίζων ταῖς ὑποσχέσεσι Σουΐδ. ἐν λ. [[Πυθαγόρας]] Ἐφέσιος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 5. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐλπίζειν ἐπί τινι, στηρίζειν ἐπί τινι τὰς ἐλπίδας, εἰ καὶ [[μάλιστα]] ἰσχὺν τέ τινα εἶχε καὶ ἐπ’ αὐτῇ ἐπήλπιζε Δίων Κ. 41. 11, Ἡλιόδ. 7. 26· ἀπολ., Λουκ. Τίμων 21: ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], 2) [[ἁπλῶς]] = [[ἐλπίζω]], Εὐρ. Ἱππ. 1011, Θουκ. 8. 54 (διάφ. γραφ. ἐλπίζων). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 5 August 2017
English (LSJ)
A buoy up with hope, αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὡς λήψονται Th.8.1, cf. Anon. ap. Suid. s.v. Πυθαγόρας, Longin.44.2, Luc. DMort.5.2. II intr., ἐ. τινί pin one's hopes upon, hope in, Hld.7.26; ἐπί τινι D.C.41.11: abs., Luc.Tim.21; but also, 2 merely, = ἐλπίζω, E.Hipp.1011, Ph.1.74, al.; hope besides, Th.8.54 (v.l. ἐλπίζων).
German (Pape)
[Seite 914] 1) Hoffnungen machen, erregen, ὁπόσοι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν Thuc. 8, 1, u. häufiger bei Sp., wie Luc. D. Mort. 5, 2 D. Cass. 78, 11. – 2) τινί, auf Etwas hoffen, Heliod. 7, 26, wie Schol. Il. 13, 385; seine Hoffnung auf Etwas setzen, τινί, D. Cass. 41, 11; Sp. auch ἔν τινι. – 3) dazu hoffen, fast gleich dem simplex, ἢ σὸν οἰκίσειν ἐπήλπισα δόμον Eur. Hipp. 1010; Sp., wie Luc. Tim. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπελπίζω: διαβουκολῶ τινα διὰ ψευδῶν ἐλπίδων, κάμνω αὐτὸν νὰ πιστεύσῃ ὅτι, καὶ ὁπόσοι τι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὡς λήψονται Σικελίαν Θουκ. 8. 1· αὐτοὺς ἐπελπίζων ταῖς ὑποσχέσεσι Σουΐδ. ἐν λ. Πυθαγόρας Ἐφέσιος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 5. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐλπίζειν ἐπί τινι, στηρίζειν ἐπί τινι τὰς ἐλπίδας, εἰ καὶ μάλιστα ἰσχὺν τέ τινα εἶχε καὶ ἐπ’ αὐτῇ ἐπήλπιζε Δίων Κ. 41. 11, Ἡλιόδ. 7. 26· ἀπολ., Λουκ. Τίμων 21: ἀλλ’ ὡσαύτως, 2) ἁπλῶς = ἐλπίζω, Εὐρ. Ἱππ. 1011, Θουκ. 8. 54 (διάφ. γραφ. ἐλπίζων).