εὐεργετικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(13_4)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1065.png Seite 1065]] ή, όν, zum Wohlthun geneigt, gern wohlthuend, [[ἕξις]] εὐεργετικὴ ἀνθρώπων Plat. defin. 412 e; Arist. rhet. 2, 11 u. A.; τὸ εὐεργετικόν, die Wohlthätigkeit, D. Sic. 1, 25. – Superl. εὐεργετικώτατος, Pol. 7, 8, 6. – Auch adv., Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1065.png Seite 1065]] ή, όν, zum Wohlthun geneigt, gern wohlthuend, [[ἕξις]] εὐεργετικὴ ἀνθρώπων Plat. defin. 412 e; Arist. rhet. 2, 11 u. A.; τὸ εὐεργετικόν, die Wohlthätigkeit, D. Sic. 1, 25. – Superl. εὐεργετικώτατος, Pol. 7, 8, 6. – Auch adv., Sp.
}}
{{ls
|lstext='''εὐεργετικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ πράξῃ καλόν, νὰ πράξῃ εὐεργεσίαν, ὁ εὐεργετῶν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 4. κτλ.· [[δόξα]] εὐ., [[φήμη]] δι’ εὐεργεσίαν, [[αὐτόθι]] 1. 5, 9· [[δύναμις]] εὐεργετικὴ πολλῶν καὶ μεγάλων, [[δύναμις]] παρεκτικὴ πολλῶν καὶ μεγάλων εὐεργεσιῶν, [[αὐτόθι]] 1. 9, 4· [[μετὰ]] γεν. προσ., εὐ. ἀνθρώπων, εἰς ἀνθρώπους, Πλάτ. Ὅροι 412Ε· τὸ εὐεργ., [[εὐεργεσία]], Διόδ. 1. 25: - τὸ εὐεργετητικὸς [[εἶναι]] συνήθως διάφ. γραφή.
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεργετικός Medium diacritics: εὐεργετικός Low diacritics: ευεργετικός Capitals: ΕΥΕΡΓΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: euergetikós Transliteration B: euergetikos Transliteration C: evergetikos Beta Code: eu)ergetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A productive of benefit, beneficent, ὠφέλιμα καὶ εὐ. Arist.Rh.1388b12, cf. Phld.Piet.11, etc.; δόξα εὐ. a reputation for beneficence, Arist.Rh.1361a28; ἀρετὴ δύναμις εὐ. πολλῶν καὶ μεγάλων ib.1366a38: c. gen.pers., φιλανθρωπία ἕξις εὐ. ἀνθρώπων Pl.Def.412e; τὸ εὐ. beneficence, D.S.1.25: Comp., τὸ -ώτερον Hdn.6.9.8; of persons, beneficent, bountiful, εὐεργετικὸν (v.l. -τητικὸν) εἶναι καλόν Arist.EN1171b16, etc.; εὐ. χρηστὸς φιλάνθρωπος Muson.Fr.8p.39H.: Sup. -ώτατος, εἰς τοὺς Ἕλληνας Plb.7.8.6. Adv. -κῶς, διακείμενος OGI90.11 (Rosetta, Ptol. V), cf. IG5(2).266.13 (Mantinea, i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1065] ή, όν, zum Wohlthun geneigt, gern wohlthuend, ἕξις εὐεργετικὴ ἀνθρώπων Plat. defin. 412 e; Arist. rhet. 2, 11 u. A.; τὸ εὐεργετικόν, die Wohlthätigkeit, D. Sic. 1, 25. – Superl. εὐεργετικώτατος, Pol. 7, 8, 6. – Auch adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεργετικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ πράξῃ καλόν, νὰ πράξῃ εὐεργεσίαν, ὁ εὐεργετῶν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 4. κτλ.· δόξα εὐ., φήμη δι’ εὐεργεσίαν, αὐτόθι 1. 5, 9· δύναμις εὐεργετικὴ πολλῶν καὶ μεγάλων, δύναμις παρεκτικὴ πολλῶν καὶ μεγάλων εὐεργεσιῶν, αὐτόθι 1. 9, 4· μετὰ γεν. προσ., εὐ. ἀνθρώπων, εἰς ἀνθρώπους, Πλάτ. Ὅροι 412Ε· τὸ εὐεργ., εὐεργεσία, Διόδ. 1. 25: - τὸ εὐεργετητικὸς εἶναι συνήθως διάφ. γραφή.