συγκλειστός: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(b) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] verschlossen, verbunden, LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] verschlossen, verbunden, LXX. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συγκλειστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., [[κατάκλειστος]], συγκεκλεισμένος, ζόφῳ συγκλειστὸς ἡλίου [[δίχα]] Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 64. 2) ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ συγκλείεσθαι, ὄστρακα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 11. 3) παρὰ τοῖς Ἑβδ. Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 28) [[ἔργον]] συγκλειστὸν = [[σύγκλεισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:31, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A shut up, ζόφῳ Luc.Trag.64. 2 with the power of closing, ὄστρακα Arist.HA 528b15. 3 ἔργον συγκλειστόν,= σύγκλεισμα, LXX 3 Ki.7.28.
German (Pape)
[Seite 968] verschlossen, verbunden, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλειστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κατάκλειστος, συγκεκλεισμένος, ζόφῳ συγκλειστὸς ἡλίου δίχα Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 64. 2) ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ συγκλείεσθαι, ὄστρακα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 11. 3) παρὰ τοῖς Ἑβδ. Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 28) ἔργον συγκλειστὸν = σύγκλεισμα.