ἔξαιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(b)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0863.png Seite 863]] blutleer, verblutet, Hippocr. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0863.png Seite 863]] blutleer, verblutet, Hippocr. u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἔξαιμος''': -ον, ([[αἷμα]]) «ὁ [[λίφαιμος]], ὁ πλεῖστον [[αἷμα]] κενώσας» Σουΐδ.˙ φλεβοτομούμενος δέ… ἕως [[ἔξαιμος]] ἐγένετο Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ε΄, 1143, 9, π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 909, Διόδ. 3. 35. κτλ.˙ [[οὕτως]], ἐξαίμων, ονος, ὁ, ἡ, [[Πολυδ]]. Δ΄, 186, Η΄, 79.
}}
}}

Revision as of 11:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαιμος Medium diacritics: ἔξαιμος Low diacritics: έξαιμος Capitals: ΕΞΑΙΜΟΣ
Transliteration A: éxaimos Transliteration B: exaimos Transliteration C: eksaimos Beta Code: e)/caimos

English (LSJ)

ον, (αἷμα)

   A bloodless, drained of blood, Hp.VC16, Epid.5.6, D.S.3.35, etc.

German (Pape)

[Seite 863] blutleer, verblutet, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαιμος: -ον, (αἷμα) «ὁ λίφαιμος, ὁ πλεῖστον αἷμα κενώσας» Σουΐδ.˙ φλεβοτομούμενος δέ… ἕως ἔξαιμος ἐγένετο Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ε΄, 1143, 9, π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 909, Διόδ. 3. 35. κτλ.˙ οὕτως, ἐξαίμων, ονος, ὁ, ἡ, Πολυδ. Δ΄, 186, Η΄, 79.