ξεναπάτης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(13_5)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0276.png Seite 276]] ὁ, ion. u. poet. [[ξειναπάτης]], der Gastfreunde oder Fremde betrügt; ξεναπάτας βασιλεὺς Ἐπειῶν, Pind. Ol. 11, 35; ξειναπάτας, Eur. Med. 1392. – In B. A. 109 steht ξεναπατᾶς, ἰδίως ἐπὶ τῶν [[ὅταν]] μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν, ein Wind, der die Fremden täuscht.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0276.png Seite 276]] ὁ, ion. u. poet. [[ξειναπάτης]], der Gastfreunde oder Fremde betrügt; ξεναπάτας βασιλεὺς Ἐπειῶν, Pind. Ol. 11, 35; ξειναπάτας, Eur. Med. 1392. – In B. A. 109 steht ξεναπατᾶς, ἰδίως ἐπὶ τῶν [[ὅταν]] μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν, ein Wind, der die Fremden täuscht.
}}
{{ls
|lstext='''ξενᾰπάτης''': -ου, ὁ, ποιητ. ξειν-, ([[ἀπατάω]]) ὁ ἀπατῶν ξένους, Πινδ. Ο. 10 (11). 43· ἢ ὁ ἀπατῶν τὸν ξένον του, Εὐρ. Μήδ. 1392. ΙΙ. ἀπατηλὸς [[ἄνεμος]] ἐντὸς τοῦ λιμένος, ἐνῷ [[ἄλλος]] [[ἄνεμος]] πνέει εἰς τὸ [[πέλαγος]], «ξεναπάτας: ἰδίως ἐπὶ τῶν [[ὅταν]] μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν» Α. Β. 107. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.
}}
}}

Revision as of 11:41, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενᾰπάτης Medium diacritics: ξεναπάτης Low diacritics: ξεναπάτης Capitals: ΞΕΝΑΠΑΤΗΣ
Transliteration A: xenapátēs Transliteration B: xenapatēs Transliteration C: ksenapatis Beta Code: cenapa/ths

English (LSJ)

[πᾰ], ου, ὁ, poet. ξειν-, (ἀπατάω)

   A one who cheats strangers, Pi.O.10(11).34.    2 one who betrays his host, Ibyc.Oxy.1790i10, E.Med.1392 (anap.).    II a treacherous breeze within a harbour, while another is blowing at sea, AB109.

German (Pape)

[Seite 276] ὁ, ion. u. poet. ξειναπάτης, der Gastfreunde oder Fremde betrügt; ξεναπάτας βασιλεὺς Ἐπειῶν, Pind. Ol. 11, 35; ξειναπάτας, Eur. Med. 1392. – In B. A. 109 steht ξεναπατᾶς, ἰδίως ἐπὶ τῶν ὅταν μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν, ein Wind, der die Fremden täuscht.

Greek (Liddell-Scott)

ξενᾰπάτης: -ου, ὁ, ποιητ. ξειν-, (ἀπατάω) ὁ ἀπατῶν ξένους, Πινδ. Ο. 10 (11). 43· ἢ ὁ ἀπατῶν τὸν ξένον του, Εὐρ. Μήδ. 1392. ΙΙ. ἀπατηλὸς ἄνεμος ἐντὸς τοῦ λιμένος, ἐνῷ ἄλλος ἄνεμος πνέει εἰς τὸ πέλαγος, «ξεναπάτας: ἰδίως ἐπὶ τῶν ὅταν μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν» Α. Β. 107. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.