παρηγορία: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(13_3) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0520.png Seite 520]] ἡ, das Zureden, Ermahnen; παρηγορίῃσιν Ap. Rh. 2, 1281; Sp.; Trost, Beschwichtigung, Linderung, Aesch. Ag. 95; πένθους, Plut. Cim. 4; λιμοῦ, S. Emp. adv. eth. 149. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0520.png Seite 520]] ἡ, das Zureden, Ermahnen; παρηγορίῃσιν Ap. Rh. 2, 1281; Sp.; Trost, Beschwichtigung, Linderung, Aesch. Ag. 95; πένθους, Plut. Cim. 4; λιμοῦ, S. Emp. adv. eth. 149. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρηγορία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[παραίνεσις]], [[προτροπή]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1281· ― μεταφορ., χρίματος... ἀδόλοισι παρηγορίαις, θαλπωραῖς, Αἰσχύλου Ἀγ. 95· ― ἴση [[παρηγορία]], = [[ἰσηγορία]], Wytt. Ep. Cr. σ. 173. 2) ἐπώνυμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3. ΙΙ. [[παραμυθία]], [[παρηγορία]], κοινῶς «παρηγοριά», τοῦ πένθους Πλουτ. Κίμων 4, πρβλ. Περικλ. 34· υἱοῖο, ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ υἱοῦ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 4· ― [[κατάπτωσις]], [[καταπράϋνσις]], τοῦ παροξυσμοῦ Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 3. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A exhortation, persuasion, A.R.2.1281 (pl.) : metaph., χρίματος . . ἀδόλοισι παρηγορίαις A.Ag.95 (anap.) ; ἴση παρηγορία, = ἰσηγορία, Jul.Or.1.17b. 2 surname, J.BJ4.8.3 (sed leg. προσηγ-). II consolation, τοῦ πένθους Plu. Cim.4, cf. Per.34 ; υἱοῖο for his loss, IG7.2544 (Thebes) ; ὁδευόντων π., of the moon, Secund. Sent.6. 2 assuagement, Diocl.Fr.142, etc. ; τοῦ παροξυσμοῦ Aret.CD1.3.
German (Pape)
[Seite 520] ἡ, das Zureden, Ermahnen; παρηγορίῃσιν Ap. Rh. 2, 1281; Sp.; Trost, Beschwichtigung, Linderung, Aesch. Ag. 95; πένθους, Plut. Cim. 4; λιμοῦ, S. Emp. adv. eth. 149.
Greek (Liddell-Scott)
παρηγορία: Ἰων. -ίη, ἡ, παραίνεσις, προτροπή, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1281· ― μεταφορ., χρίματος... ἀδόλοισι παρηγορίαις, θαλπωραῖς, Αἰσχύλου Ἀγ. 95· ― ἴση παρηγορία, = ἰσηγορία, Wytt. Ep. Cr. σ. 173. 2) ἐπώνυμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3. ΙΙ. παραμυθία, παρηγορία, κοινῶς «παρηγοριά», τοῦ πένθους Πλουτ. Κίμων 4, πρβλ. Περικλ. 34· υἱοῖο, ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ υἱοῦ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 4· ― κατάπτωσις, καταπράϋνσις, τοῦ παροξυσμοῦ Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 3.