Κρονίδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κρονίδης''': ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ [[συνημμένως]] [[Ζεὺς]] [[Κρονίδης]]· πρβλ. [[Κρονίων]], [[Κρόνος]]· ― [[γέρων]], [[γηραλέος]] [[ἄνθρωπος]], Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ. | |lstext='''Κρονίδης''': ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ [[συνημμένως]] [[Ζεὺς]] [[Κρονίδης]]· πρβλ. [[Κρονίων]], [[Κρόνος]]· ― [[γέρων]], [[γηραλέος]] [[ἄνθρωπος]], Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />fils de Cronos, <i>càd</i> Zeus.<br />'''Étymologie:''' [[Κρόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:43, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ, Patron.,
A son of Cronos, i.e. Zeus, Il.1.498, al.; Ζεὺς K. 2.111, al. II Lacon. Κρονίδαρ, an aged man, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Κρονίδης: ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ συνημμένως Ζεὺς Κρονίδης· πρβλ. Κρονίων, Κρόνος· ― γέρων, γηραλέος ἄνθρωπος, Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fils de Cronos, càd Zeus.
Étymologie: Κρόνος.