εὐρυμέτωπος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐρυμέτωπος''': -ον, ἔχων εὐρὺ [[μέτωπον]], ἐπὶ βοῶν, Ἰλ. Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382, κ. ἀλλ., Ἡσ. Θ. 291, Στράβ. παρ’ Ἀθην. 382Ε· ἐπὶ ἀνδρῶν, Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 376, 378, 663, πρβλ. [[μετωπίας]]. | |lstext='''εὐρυμέτωπος''': -ον, ἔχων εὐρὺ [[μέτωπον]], ἐπὶ βοῶν, Ἰλ. Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382, κ. ἀλλ., Ἡσ. Θ. 291, Στράβ. παρ’ Ἀθην. 382Ε· ἐπὶ ἀνδρῶν, Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 376, 378, 663, πρβλ. [[μετωπίας]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />au large front.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[μέτωπον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A broad-fronted, of oxen, Il.10.292, al., Hes.Th.291, Strato Com.1.20.
German (Pape)
[Seite 1095] breitstirnig, Beiwort der Rinder, Hom. Il. 10, 292 Od. 3, 382 u. öfter, u. folgende Dichter, Strato bei Ath. IX, 382 e; vgl. Poll. 2, 43.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυμέτωπος: -ον, ἔχων εὐρὺ μέτωπον, ἐπὶ βοῶν, Ἰλ. Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382, κ. ἀλλ., Ἡσ. Θ. 291, Στράβ. παρ’ Ἀθην. 382Ε· ἐπὶ ἀνδρῶν, Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 376, 378, 663, πρβλ. μετωπίας.