ἐπίσκυρος: Difference between revisions
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίσκυρος''': ὁ, [[παιδιά]] τις διὰ σφαίρας, «ὁ [[μετὰ]] πολλῶν σφαιρισμὸς» Ἡσύχ., ἴδε Kuster ἐν λέξει. ΙΙ. ἄρχων, [[ἐπόπτης]], Καλλ. Ἀποσπ. 231. | |lstext='''ἐπίσκυρος''': ὁ, [[παιδιά]] τις διὰ σφαίρας, «ὁ [[μετὰ]] πολλῶν σφαιρισμὸς» Ἡσύχ., ἴδε Kuster ἐν λέξει. ΙΙ. ἄρχων, [[ἐπόπτης]], Καλλ. Ἀποσπ. 231. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />jeu de balle (~rugby).<br />'''Étymologie:''' DELG mot mystérieux. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A ball-game ( = ἐπίκοινος 111) resembling Rugby football, Hsch., Poll.9.103, Sch.Pl.Tht.146a. II. governor, Call.Fr. 231, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 980] ὁ, eine Art Ballspiel, Poll. 9, 103. 107.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσκυρος: ὁ, παιδιά τις διὰ σφαίρας, «ὁ μετὰ πολλῶν σφαιρισμὸς» Ἡσύχ., ἴδε Kuster ἐν λέξει. ΙΙ. ἄρχων, ἐπόπτης, Καλλ. Ἀποσπ. 231.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
jeu de balle (~rugby).
Étymologie: DELG mot mystérieux.