δοτέος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[δίδωμι]], ὃν πρέπει νὰ δώσῃ τις, Ἡρόδ. 8. 111. ΙΙ. δοτέον, πρέπει νὰ δώσῃ τις, [[αὐτόθι]] 88, Ἄλεξ. Φιλίσκ. 1, κτλ.
|lstext='''δοτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[δίδωμι]], ὃν πρέπει νὰ δώσῃ τις, Ἡρόδ. 8. 111. ΙΙ. δοτέον, πρέπει νὰ δώσῃ τις, [[αὐτόθι]] 88, Ἄλεξ. Φιλίσκ. 1, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu’il faut donner.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[δίδωμι]].
}}
}}

Revision as of 19:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοτέος Medium diacritics: δοτέος Low diacritics: δοτέος Capitals: ΔΟΤΕΟΣ
Transliteration A: dotéos Transliteration B: doteos Transliteration C: doteos Beta Code: dote/os

English (LSJ)

α, ον, (δίδωμι)

   A to be given, Hdt.8.111.    II δοτέον one must give, Pl. R.452e, Alex.250, etc.; one must allow, c. inf., Luc.Abd.9.

Greek (Liddell-Scott)

δοτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δίδωμι, ὃν πρέπει νὰ δώσῃ τις, Ἡρόδ. 8. 111. ΙΙ. δοτέον, πρέπει νὰ δώσῃ τις, αὐτόθι 88, Ἄλεξ. Φιλίσκ. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’il faut donner.
Étymologie: adj. verb. de δίδωμι.