σκηνόω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκηνόω''': στήνω σκηνάς, στρατοπεδεύομαι, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14., 7. 4, 11. 2) = [[σκηνέω]] (ὃ ἴδε ἐν τέλ.), ζῶ, κατοικῶ ἐν σκηνῇ, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 1, 25· [[καθόλου]], κατοικίζομαι, [[καταλύω]], κατὰ τὰς κώμας ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 23· ταῖς οἰκίαις [[αὐτόθι]] 5. 5, 11· ἐν τῇ ἀκροπόλει ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 56· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., ζῶ, εἶμαι, [[ὑπάρχω]], [[πόρρω]] ἐσκήνωται (διάφορ. γραφ. ἐσκήνηται) τοῦ [[θανάσιμος]] [[εἶναι]] Πλάτ. Πολ. 610Ε. ΙΙ. στήνω σκηνήν, Πολύαιν, 7. 21, 6. 2) κατοικῶ [[μετὰ]] σκηνῶν, ἐρείπια Πλουτ. Κάμιλλ. 31.
|lstext='''σκηνόω''': στήνω σκηνάς, στρατοπεδεύομαι, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14., 7. 4, 11. 2) = [[σκηνέω]] (ὃ ἴδε ἐν τέλ.), ζῶ, κατοικῶ ἐν σκηνῇ, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 1, 25· [[καθόλου]], κατοικίζομαι, [[καταλύω]], κατὰ τὰς κώμας ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 23· ταῖς οἰκίαις [[αὐτόθι]] 5. 5, 11· ἐν τῇ ἀκροπόλει ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 56· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., ζῶ, εἶμαι, [[ὑπάρχω]], [[πόρρω]] ἐσκήνωται (διάφορ. γραφ. ἐσκήνηται) τοῦ [[θανάσιμος]] [[εἶναι]] Πλάτ. Πολ. 610Ε. ΙΙ. στήνω σκηνήν, Πολύαιν, 7. 21, 6. 2) κατοικῶ [[μετὰ]] σκηνῶν, ἐρείπια Πλουτ. Κάμιλλ. 31.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> σκηνώσω, <i>ao.</i> ἐσκήνωσα, <i>pf. Pass.</i> ἐσκήνωμαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> dresser une tente ; <i>fig.</i> ἐρείπια PLUT s’établir dans des ruines;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> :<br /><b>1</b> planter des tentes, camper;<br /><b>2</b> vivre sous une tente;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> prendre ses quartiers : κατὰ κώμας XÉN dans des villages ; [[ἐν]] οἰκίαις XÉN dans des habitations;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> habiter, résider, ἔν τινι.<br />'''Étymologie:''' σκήνος.
}}
}}

Revision as of 19:20, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνόω Medium diacritics: σκηνόω Low diacritics: σκηνόω Capitals: ΣΚΗΝΟΩ
Transliteration A: skēnóō Transliteration B: skēnoō Transliteration C: skinoo Beta Code: skhno/w

English (LSJ)

   A pitch tents, encamp, ἐσκήνωσαν v.l. for -ησαν in X.An.2.4.14; σκηνοῖεν v.l. for σκηνῷεν (cj.) in ib.7.4.12.    2 = σκηνέω (q.v. sub fin.), live or dwell in a tent, ἐν τῷ ὁμοῦ σκηνοῦν prob. cj. in Id.Cyr.2.1.25: generally, settle, take up one's abode, κατὰ τὰς κώμας σκηνοῦν Id.An.4.5.23; -οῦν ἐν ταῖς οἰκίαις ib.5.5.11; ἐν τῇ ἀκροπόλει, οὗπερ αὐτὸς ἐσκήνου Id.HG5.4.56, cf. LXX Jd.5.17, al., J.AJ3.12.6: metaph., ὁ λόγος . . ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν Ev.Jo.1.14:—hence in pf.Pass., live or be, πόρρω ἐσκήνωται (v.l. ἐσκήνηται) τοῦ θανάσιμος εἶναι Pl.R. 610e.    II trans., pitch a tent, σκηνὰς . . σκηνώσας Polyaen.7.21.6.    2 τὸν τόπον τὸν νῦν σκενοῖ (sic) the place which he now inhabits, dub. in PCair.Zen.499.89 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 895] 1) ein Zelt, eine Hütte, Laube errichten, bauen, σκηνάς Polyaen. 7, 21, 6. – 2) in einem Zelte wohnen, übh. sich ansiedeln, niederlassen, aufhalten; pass. oder med., οὕτω πόῤῥω ἐσκήνωται τοῦ θανάσιμος εἶναι, Plat. Rep. X, 610 e; wie σκηνέω, lagern, Xen. An. 2, 4, 14. 7, 4, 11; ἐν ταῖς οἰκίαις, 5, 5, 11; schmausen, Cyr. 6, 1, 49.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνόω: στήνω σκηνάς, στρατοπεδεύομαι, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14., 7. 4, 11. 2) = σκηνέω (ὃ ἴδε ἐν τέλ.), ζῶ, κατοικῶ ἐν σκηνῇ, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 1, 25· καθόλου, κατοικίζομαι, καταλύω, κατὰ τὰς κώμας ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 23· ταῖς οἰκίαις αὐτόθι 5. 5, 11· ἐν τῇ ἀκροπόλει ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 56· ― ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ. πρκμ., ζῶ, εἶμαι, ὑπάρχω, πόρρω ἐσκήνωται (διάφορ. γραφ. ἐσκήνηται) τοῦ θανάσιμος εἶναι Πλάτ. Πολ. 610Ε. ΙΙ. στήνω σκηνήν, Πολύαιν, 7. 21, 6. 2) κατοικῶ μετὰ σκηνῶν, ἐρείπια Πλουτ. Κάμιλλ. 31.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. σκηνώσω, ao. ἐσκήνωσα, pf. Pass. ἐσκήνωμαι;
I. tr. dresser une tente ; fig. ἐρείπια PLUT s’établir dans des ruines;
II. intr. :
1 planter des tentes, camper;
2 vivre sous une tente;
3 en gén. prendre ses quartiers : κατὰ κώμας XÉN dans des villages ; ἐν οἰκίαις XÉN dans des habitations;
4 p. ext. habiter, résider, ἔν τινι.
Étymologie: σκήνος.