οἶδμα: Difference between revisions
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἶδμα''': τό, φούσκωμα, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐπὶ ὕδατος, [[ἑπομένως]] [[κῦμα]], ὁ δ’ ἐπέσσυτο οἴδματι θύων, ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχων ἐξωγκωμένα κύματα, Ἰλ. Φ. 234· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ δ’ ἔστενεν, οἴδματι θύων Ἰλ. Ψ. 230, πρβλ. Ἡσ. Θ. 100· ἐπ’ οἴδματι μάργῳ Ἐμπεδ. 349, πρβλ. 367· περιβρυχίοισι περῶν ὑπ’ οἴδμασιν Σοφ. Ἀντ. 337 (λυρ.)· [[οἶδμα]] θαλάσσης Ὅμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 14· οἶδμ’ ἅλιον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 417, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 242. 3· γλαυκᾶς ἐπ’ [[οἶδμα]] λίμνας Σοφ. Ἀποσπ. 423· ἐς [[οἶδμα]] πόντου Εὐρ. Ὀρ. 992· πόντιον Ι. Α. 704· - ἀκολούθως [[καθόλου]], ἡ [[θάλασσα]], Σοφ. Ἀντ. 588· Τύριον, Φρύγιον, Εὔξεινον [[οἶδμα]] Εὐρ. Φοίν. 202, Ἑλ. 369, κτλ.· ἅπαντα τὰ ἐκ τραγικῶν ποιητῶν μνημονευόμενα χωρία [[εἶναι]] λυρ., ἀλλ’ ὁ Εὐρ. μεταχειρίζεται τὴν λέξ. καὶ ἐν ἰαμβ. τριμέτροις, ἐς οἶδμ’ ἁλὸς Ἑκάβ. 26· τῶν κατ’ [[οἶδμα]] παρθένων, τῶν Νηρηΐδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 6· Αἰγαῖον [[οἶδμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1601, Ι. Τ. 1412, κ. ἀλλ.· διὰ πόντιον [[οἶδμα]], (ἐν παρῳδουμένῳ ἡρωϊκῷ στίχῳ), Ἀντιφάν. ἐν «Σαπφοῖ» 1, 3. ΙΙ. [[οἶδμα]] νότων, τὸ φούσκωμα τοῦ νοτιοδυτικοῦ ἀνέμου, Ἀνθ. Π. 9. 36. | |lstext='''οἶδμα''': τό, φούσκωμα, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐπὶ ὕδατος, [[ἑπομένως]] [[κῦμα]], ὁ δ’ ἐπέσσυτο οἴδματι θύων, ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχων ἐξωγκωμένα κύματα, Ἰλ. Φ. 234· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ δ’ ἔστενεν, οἴδματι θύων Ἰλ. Ψ. 230, πρβλ. Ἡσ. Θ. 100· ἐπ’ οἴδματι μάργῳ Ἐμπεδ. 349, πρβλ. 367· περιβρυχίοισι περῶν ὑπ’ οἴδμασιν Σοφ. Ἀντ. 337 (λυρ.)· [[οἶδμα]] θαλάσσης Ὅμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 14· οἶδμ’ ἅλιον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 417, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 242. 3· γλαυκᾶς ἐπ’ [[οἶδμα]] λίμνας Σοφ. Ἀποσπ. 423· ἐς [[οἶδμα]] πόντου Εὐρ. Ὀρ. 992· πόντιον Ι. Α. 704· - ἀκολούθως [[καθόλου]], ἡ [[θάλασσα]], Σοφ. Ἀντ. 588· Τύριον, Φρύγιον, Εὔξεινον [[οἶδμα]] Εὐρ. Φοίν. 202, Ἑλ. 369, κτλ.· ἅπαντα τὰ ἐκ τραγικῶν ποιητῶν μνημονευόμενα χωρία [[εἶναι]] λυρ., ἀλλ’ ὁ Εὐρ. μεταχειρίζεται τὴν λέξ. καὶ ἐν ἰαμβ. τριμέτροις, ἐς οἶδμ’ ἁλὸς Ἑκάβ. 26· τῶν κατ’ [[οἶδμα]] παρθένων, τῶν Νηρηΐδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 6· Αἰγαῖον [[οἶδμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1601, Ι. Τ. 1412, κ. ἀλλ.· διὰ πόντιον [[οἶδμα]], (ἐν παρῳδουμένῳ ἡρωϊκῷ στίχῳ), Ἀντιφάν. ἐν «Σαπφοῖ» 1, 3. ΙΙ. [[οἶδμα]] νότων, τὸ φούσκωμα τοῦ νοτιοδυτικοῦ ἀνέμου, Ἀνθ. Π. 9. 36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />gonflement des vagues ; grosse vague.<br />'''Étymologie:''' R. Ὑδ, grossir. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A swelling, swell, in Hom. only of water, ὁ δ' ἐπέσσυτο οἴδματι θύων, of a river, with swollen waves, Il.21.234 ; of the sea, ὁ δ' ἔστενεν οἴδματι θύων 23.230, cf. Hes. Th.109 ; ἐπ' οἴδματι μάργῳ Emp. 100.7, cf. 24 ; περιβρυχίοισι περῶν ὑπ' οἴδμασιν S.Ant.337 (lyr.) ; οἶ. θαλάσσης h.Cer.14 ; οἶδμ' ἅλιον h.Ap.417, Pi.Fr.221 (codd. S.E.) ; γλαυκᾶς ἐπ' οἶδμα λίμνας S.Fr.476 (lyr.) ; ἐς οἶ. πόντου E.Or.991 (lyr.); οἶ. πόντιον Id.IA704 : hence, generally, the sea, S.Ant.588 (lyr.) ; Τύριον, Φρύγιον οἶδμα, E.Ph.202, Hel.369 (both lyr.), etc. ; ἐς οἶδμ' ἁλός Id.Hec.26 ; τῶν κατ' οἶδμα παρθένων the Nereids, Id.Hel.6 ; Αἴγαιον οἶ. Id.IA1601, cf. IT1412, al. ; διὰ πόντιον οἶδμα (mock heroic) Antiph. 196.3. II οἶ. νότων the swelling of the south-west wind, AP9.36 (Secund.).
Greek (Liddell-Scott)
οἶδμα: τό, φούσκωμα, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐπὶ ὕδατος, ἑπομένως κῦμα, ὁ δ’ ἐπέσσυτο οἴδματι θύων, ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχων ἐξωγκωμένα κύματα, Ἰλ. Φ. 234· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ δ’ ἔστενεν, οἴδματι θύων Ἰλ. Ψ. 230, πρβλ. Ἡσ. Θ. 100· ἐπ’ οἴδματι μάργῳ Ἐμπεδ. 349, πρβλ. 367· περιβρυχίοισι περῶν ὑπ’ οἴδμασιν Σοφ. Ἀντ. 337 (λυρ.)· οἶδμα θαλάσσης Ὅμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 14· οἶδμ’ ἅλιον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 417, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 242. 3· γλαυκᾶς ἐπ’ οἶδμα λίμνας Σοφ. Ἀποσπ. 423· ἐς οἶδμα πόντου Εὐρ. Ὀρ. 992· πόντιον Ι. Α. 704· - ἀκολούθως καθόλου, ἡ θάλασσα, Σοφ. Ἀντ. 588· Τύριον, Φρύγιον, Εὔξεινον οἶδμα Εὐρ. Φοίν. 202, Ἑλ. 369, κτλ.· ἅπαντα τὰ ἐκ τραγικῶν ποιητῶν μνημονευόμενα χωρία εἶναι λυρ., ἀλλ’ ὁ Εὐρ. μεταχειρίζεται τὴν λέξ. καὶ ἐν ἰαμβ. τριμέτροις, ἐς οἶδμ’ ἁλὸς Ἑκάβ. 26· τῶν κατ’ οἶδμα παρθένων, τῶν Νηρηΐδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 6· Αἰγαῖον οἶδμα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1601, Ι. Τ. 1412, κ. ἀλλ.· διὰ πόντιον οἶδμα, (ἐν παρῳδουμένῳ ἡρωϊκῷ στίχῳ), Ἀντιφάν. ἐν «Σαπφοῖ» 1, 3. ΙΙ. οἶδμα νότων, τὸ φούσκωμα τοῦ νοτιοδυτικοῦ ἀνέμου, Ἀνθ. Π. 9. 36.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
gonflement des vagues ; grosse vague.
Étymologie: R. Ὑδ, grossir.