ἀγέννητος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγέννητος''': -ον, ([[γεννάω]]), ὡς τὸ [[ἀγέννητος]], ὁ μὴ γεννηθείς, ἀγ. τότ’ ἦ, Σοφ. Ο. Κ. 973· ὁ μὴ λαβὼν [[ἀρχήν]], ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 739, Πλάτ. Τίμ. 52Α., ἐπὶ τῶν στοιχείων, Ἐμπεδ. παρ’ Ἡσύχ. - ἐπίρρ., ἀναιτίως και ἀγ., Πλούτ. 2. 1015Α. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἀγεννής]], ὁ ταπεινὸς τὴν καταγωγήν, «πρόστυχος», Σοφ. Τρ. 61. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παράγων, μὴ γεννῶν, Θεόφρ. Αἴτ. Φυσ. 6. 10, 1.
|lstext='''ἀγέννητος''': -ον, ([[γεννάω]]), ὡς τὸ [[ἀγέννητος]], ὁ μὴ γεννηθείς, ἀγ. τότ’ ἦ, Σοφ. Ο. Κ. 973· ὁ μὴ λαβὼν [[ἀρχήν]], ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 739, Πλάτ. Τίμ. 52Α., ἐπὶ τῶν στοιχείων, Ἐμπεδ. παρ’ Ἡσύχ. - ἐπίρρ., ἀναιτίως και ἀγ., Πλούτ. 2. 1015Α. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἀγεννής]], ὁ ταπεινὸς τὴν καταγωγήν, «πρόστυχος», Σοφ. Τρ. 61. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παράγων, μὴ γεννῶν, Θεόφρ. Αἴτ. Φυσ. 6. 10, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non engendré, non créé, qui n’est pas né;<br /><b>2</b> de naissance basse <i>ou</i> honteuse.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[γεννάω]].
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγέννητος Medium diacritics: ἀγέννητος Low diacritics: αγέννητος Capitals: ΑΓΕΝΝΗΤΟΣ
Transliteration A: agénnētos Transliteration B: agennētos Transliteration C: agennitos Beta Code: a)ge/nnhtos

English (LSJ)

ον, (γεννάὠ

   A unbegotten, unborn, ἀ. τότ' ἦ S.OC973: unoriginated, Pl.Ti.52a. Adv., ἀναιτίως καὶ ἀ. Plu. 2.1015b codd.    2 non-existent, αἰτία Aret.SD2.11.    II = ἀγεννής, low-born, mean, S.Tr.61.    III Act., not productive, Thphr.CP6.10.1. Adv. -τως without leaving issue, Epigr.Gr.333a (Perg.).

German (Pape)

[Seite 12] 1) nicht erzeugt, Soph. O. C. 977; Plut. de an. procr. e Tim. 4, neben ἀναιτίως 6. – 2) = ἀγεννής, Soph. Fr. 61 (nachher steht dafür δούλη). – 3) nichts hervorbringend, Theophr. Vgl. ἀγένητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγέννητος: -ον, (γεννάω), ὡς τὸ ἀγέννητος, ὁ μὴ γεννηθείς, ἀγ. τότ’ ἦ, Σοφ. Ο. Κ. 973· ὁ μὴ λαβὼν ἀρχήν, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 739, Πλάτ. Τίμ. 52Α., ἐπὶ τῶν στοιχείων, Ἐμπεδ. παρ’ Ἡσύχ. - ἐπίρρ., ἀναιτίως και ἀγ., Πλούτ. 2. 1015Α. ΙΙ. ὡς τὸ ἀγεννής, ὁ ταπεινὸς τὴν καταγωγήν, «πρόστυχος», Σοφ. Τρ. 61. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παράγων, μὴ γεννῶν, Θεόφρ. Αἴτ. Φυσ. 6. 10, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non engendré, non créé, qui n’est pas né;
2 de naissance basse ou honteuse.
Étymologie: ἀ, γεννάω.