κνηκίς: Difference between revisions
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνηκίς''': ῖδος, ἡ, ὠχρὰ κηλίς, ἰδίως ἐν τῷ οὐρανῷ, ὠχρὸν καὶ ἀμαυρὸν [[νέφος]], Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ., Πλούτ. 2. 581F. ΙΙ. ὠχρὸν ἔχουσα τὸ [[χρῶμα]] [[ἔλαφος]], Ἡσύχ. ΙΙΙ. λαμπρὸν δέρμα ἢ ἐπιδερμίς, ὁ αὐτ. | |lstext='''κνηκίς''': ῖδος, ἡ, ὠχρὰ κηλίς, ἰδίως ἐν τῷ οὐρανῷ, ὠχρὸν καὶ ἀμαυρὸν [[νέφος]], Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ., Πλούτ. 2. 581F. ΙΙ. ὠχρὸν ἔχουσα τὸ [[χρῶμα]] [[ἔλαφος]], Ἡσύχ. ΙΙΙ. λαμπρὸν δέρμα ἢ ἐπιδερμίς, ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />nuage jaunâtre ; orage, ouragan.<br />'''Étymologie:''' [[κνηκός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
ῖδος, ἡ,
A pale spot, esp. in the heavens, Call.Fr.anon.36; κ. νεφώδεις Cleom.2.1 (pl.), cf. Plu.2.581f, Anon.Intr.Arat.p.126 M. II pale-coloured antelope, Hsch. III fine skin, Id. IV = μελανία, Id.
German (Pape)
[Seite 1460] ίδος, ἡ, ein falber, bleicher Fleck, bes. ein Wölkchen am Himmel, Suid., das Sturm verheißt, διαδρομὴ κνηκίδος ἀραιᾶς Plut. gen. Socr. 12. – Auch ein Fleck auf dem Auge u. eine Gazellenart, Hesych., wo κνῆκις steht.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκίς: ῖδος, ἡ, ὠχρὰ κηλίς, ἰδίως ἐν τῷ οὐρανῷ, ὠχρὸν καὶ ἀμαυρὸν νέφος, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ., Πλούτ. 2. 581F. ΙΙ. ὠχρὸν ἔχουσα τὸ χρῶμα ἔλαφος, Ἡσύχ. ΙΙΙ. λαμπρὸν δέρμα ἢ ἐπιδερμίς, ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
nuage jaunâtre ; orage, ouragan.
Étymologie: κνηκός.