ὀπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπτήρ''': -ῆρος, ὁ, (ἴδε ὄψ), ὁ βλέπων ἢ κατοπτεύων, [[κατάσκοπος]], Λατιν. speculator, Ὀδ. Ξ. 261, Ρ. 430, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 185, Σοφ. Αἴ. 29. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀπτήρ]]· ὁρατήρ. [[ἐπόπτης]]». ΙΙ. παρὰ πεζογράφοις, [[αὐτόπτης]] [[μάρτυς]], Ἀντιφῶν 132. 33, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 17.
|lstext='''ὀπτήρ''': -ῆρος, ὁ, (ἴδε ὄψ), ὁ βλέπων ἢ κατοπτεύων, [[κατάσκοπος]], Λατιν. speculator, Ὀδ. Ξ. 261, Ρ. 430, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 185, Σοφ. Αἴ. 29. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀπτήρ]]· ὁρατήρ. [[ἐπόπτης]]». ΙΙ. παρὰ πεζογράφοις, [[αὐτόπτης]] [[μάρτυς]], Ἀντιφῶν 132. 33, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 17.
}}
{{bailly
|btext=ὀπτῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> observateur, surveillant, espion;<br /><b>2</b> témoin oculaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:23, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπτήρ Medium diacritics: ὀπτήρ Low diacritics: οπτήρ Capitals: ΟΠΤΗΡ
Transliteration A: optḗr Transliteration B: optēr Transliteration C: optir Beta Code: o)pth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (ὄψ)

   A one who looks or spies, spy, scout, Od. 14.261, A.Supp.185, S.Aj.29.    II one who has seen, Id.Ichn.77 ; eye-witness, Antipho 5.27, X.Cyr.4.5.17.

German (Pape)

[Seite 363] ῆρος, ὁ, der nach Etwas sieht, der Späher; ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι, Od. 14, 261. 17, 430; Aesch. Suppl. 182; Soph. Ai, 29; Xen. Cyr. 5, 4, 17 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπτήρ: -ῆρος, ὁ, (ἴδε ὄψ), ὁ βλέπων ἢ κατοπτεύων, κατάσκοπος, Λατιν. speculator, Ὀδ. Ξ. 261, Ρ. 430, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 185, Σοφ. Αἴ. 29. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀπτήρ· ὁρατήρ. ἐπόπτης». ΙΙ. παρὰ πεζογράφοις, αὐτόπτης μάρτυς, Ἀντιφῶν 132. 33, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 17.

French (Bailly abrégé)

ὀπτῆρος (ὁ) :
1 observateur, surveillant, espion;
2 témoin oculaire.
Étymologie: ὄψομαι.