Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρίνινος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρίνῐνος''': -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ πρίνου, Λατ. iligneus, [[γύης]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427· ἄνθρακες Ἀριστοφ. Ἀχ. 668· αἱ πρίνιναι (ἐξυπ. βάλανοι) Διοσκ. 1. 143· μύκητες πρ., φυόμενοι ὑπὸ τὴν πρῖνον, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 3, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 231, ἐν ἀρχ.· ― μεταφ., [[ἰσχυρός]], [[δυνατός]], τραχὺς ὡς [[πρῖνος]], γέροντες Ἀριστοφ. Ἀχ. 180· τὸ [[λίαν]] στρυφνὸν καὶ πρ. [[ἦθος]] ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 877· ἀθληταὶ Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 8, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 37· ἴδε [[πρινώδης]], [[σφενδάμνινος]].
|lstext='''πρίνῐνος''': -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ πρίνου, Λατ. iligneus, [[γύης]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427· ἄνθρακες Ἀριστοφ. Ἀχ. 668· αἱ πρίνιναι (ἐξυπ. βάλανοι) Διοσκ. 1. 143· μύκητες πρ., φυόμενοι ὑπὸ τὴν πρῖνον, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 3, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 231, ἐν ἀρχ.· ― μεταφ., [[ἰσχυρός]], [[δυνατός]], τραχὺς ὡς [[πρῖνος]], γέροντες Ἀριστοφ. Ἀχ. 180· τὸ [[λίαν]] στρυφνὸν καὶ πρ. [[ἦθος]] ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 877· ἀθληταὶ Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 8, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 37· ἴδε [[πρινώδης]], [[σφενδάμνινος]].
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />d’yeuse ; <i>fig.</i> robuste.<br />'''Étymologie:''' [[πρῖνος]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρῑνῐνος Medium diacritics: πρίνινος Low diacritics: πρίνινος Capitals: ΠΡΙΝΙΝΟΣ
Transliteration A: príninos Transliteration B: prininos Transliteration C: prininos Beta Code: pri/ninos

English (LSJ)

η, ον,

   A made from the πρῖνος, γύης Hes. Op.429; ἄνθρακες Ar.Ach.668; αἱ πρίνιναι (sc. βάλανοι) Dsc.1.106.2; π. ὕλη Orib.49.3.1; μύκητες π. fungi that grow under the ilex, Antiph.227.11, cf. An.Ox.3.231.    2 metaph., oaken, i.e. tough, sturdy, γέροντες Ar.Ach.180; τὸ λίαν στρυφνὸν καὶ π. ἦθος Id.V.877; ἀθληταί Luc.Hist.Conscr.8, cf. AP7.37 (Diosc.) (rejected by Hom. in favour of φήγινος for reasons of euphony, acc. to Phld.Po.2.9).

German (Pape)

[Seite 702] von der immergrünen Eiche gemacht; Hes. On. 431; ἄνθρακες Ar. Ach. 667; übh. hart, fest, derb, wie unser »hagebuchen«, γέροντες 180, ἀθλητής Luc. hist. conscr. 18.

Greek (Liddell-Scott)

πρίνῐνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ πρίνου, Λατ. iligneus, γύης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427· ἄνθρακες Ἀριστοφ. Ἀχ. 668· αἱ πρίνιναι (ἐξυπ. βάλανοι) Διοσκ. 1. 143· μύκητες πρ., φυόμενοι ὑπὸ τὴν πρῖνον, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 3, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 231, ἐν ἀρχ.· ― μεταφ., ἰσχυρός, δυνατός, τραχὺς ὡς πρῖνος, γέροντες Ἀριστοφ. Ἀχ. 180· τὸ λίαν στρυφνὸν καὶ πρ. ἦθος ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 877· ἀθληταὶ Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 8, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 37· ἴδε πρινώδης, σφενδάμνινος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d’yeuse ; fig. robuste.
Étymologie: πρῖνος.