σεβάσμιος: Difference between revisions
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σεβάσμιος''': -ον, παρ’ Ἡρῳδιαν. καὶ Βυζ. [[ὡσαύτως]] ος, α, ον· ([[σέβας]])· - [[σεβαστός]], [[ἄξιος]] σεβασμοῦ, ἐπιβάλλων σεβασμόν, Πλούτ. 2. 764Β, Λουκ. Ἔρωτ. 19, κτλ.· τὸ σεβάσμιον Ὀρφ. Ὕμν. 27. 10· - τὸ πρὸς θεοὺς σεβ., [[σέβας]] πρὸς ..., Ἡρῳδιαν. 2. 10· - Ἐπίρρ., -ίως, Κλήμ. Ἀλ. 439, κτλ. ΙΙ. ὡς [[ἐπίκλησις]] ἢ ἐπώνυμον, [[οἷον]] Σεβαστός, τὸ Ρωμαϊκὸν Augustus, ὁ [[αὐτοκράτωρ]] τῶν Ρωμαίων, Ἡρῳδιαν. 2. 3, πρβλ. 2. 8, κτλ. 2) Σεβάσμια, τά, ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορος, Eckh. d. Num. 4. 436· πρβλ. [[Σεβαστεῖον]] ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεβάσμιον· τιμητικόν· προσκυνητόν». | |lstext='''σεβάσμιος''': -ον, παρ’ Ἡρῳδιαν. καὶ Βυζ. [[ὡσαύτως]] ος, α, ον· ([[σέβας]])· - [[σεβαστός]], [[ἄξιος]] σεβασμοῦ, ἐπιβάλλων σεβασμόν, Πλούτ. 2. 764Β, Λουκ. Ἔρωτ. 19, κτλ.· τὸ σεβάσμιον Ὀρφ. Ὕμν. 27. 10· - τὸ πρὸς θεοὺς σεβ., [[σέβας]] πρὸς ..., Ἡρῳδιαν. 2. 10· - Ἐπίρρ., -ίως, Κλήμ. Ἀλ. 439, κτλ. ΙΙ. ὡς [[ἐπίκλησις]] ἢ ἐπώνυμον, [[οἷον]] Σεβαστός, τὸ Ρωμαϊκὸν Augustus, ὁ [[αὐτοκράτωρ]] τῶν Ρωμαίων, Ἡρῳδιαν. 2. 3, πρβλ. 2. 8, κτλ. 2) Σεβάσμια, τά, ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορος, Eckh. d. Num. 4. 436· πρβλ. [[Σεβαστεῖον]] ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεβάσμιον· τιμητικόν· προσκυνητόν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />digne de vénération, vénérable ; saint, auguste.<br />'''Étymologie:''' [[σεβασμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 867] auch zweier Endgn, verehrungswürdig, ehrwürdig, ὀνόματα Luc. amor. 19, u. a. Sp.; dah. auch heilig, göttlich, Plut. amator. 19; bei Hdn. wie σεβαστός für augustus; auch τὸ σεβάσμιον, = σέβασις, id. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σεβάσμιος: -ον, παρ’ Ἡρῳδιαν. καὶ Βυζ. ὡσαύτως ος, α, ον· (σέβας)· - σεβαστός, ἄξιος σεβασμοῦ, ἐπιβάλλων σεβασμόν, Πλούτ. 2. 764Β, Λουκ. Ἔρωτ. 19, κτλ.· τὸ σεβάσμιον Ὀρφ. Ὕμν. 27. 10· - τὸ πρὸς θεοὺς σεβ., σέβας πρὸς ..., Ἡρῳδιαν. 2. 10· - Ἐπίρρ., -ίως, Κλήμ. Ἀλ. 439, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίκλησις ἢ ἐπώνυμον, οἷον Σεβαστός, τὸ Ρωμαϊκὸν Augustus, ὁ αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων, Ἡρῳδιαν. 2. 3, πρβλ. 2. 8, κτλ. 2) Σεβάσμια, τά, ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορος, Eckh. d. Num. 4. 436· πρβλ. Σεβαστεῖον ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεβάσμιον· τιμητικόν· προσκυνητόν».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de vénération, vénérable ; saint, auguste.
Étymologie: σεβασμός.