καθαιματόω: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθαιμᾰτόω''': τῷ προηγ., «καταματώνω», Εὐρ. Ἑλ. 1599, Ἡρ. Μαιν. 234, 256, Φοίν. 1161, Ἀριστοφ. Θεσμ. 695.
|lstext='''καθαιμᾰτόω''': τῷ προηγ., «καταματώνω», Εὐρ. Ἑλ. 1599, Ἡρ. Μαιν. 234, 256, Φοίν. 1161, Ἀριστοφ. Θεσμ. 695.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> καθῃμάτωσα;<br />ensanglanter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἱματόω]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαιμᾰτόω Medium diacritics: καθαιματόω Low diacritics: καθαιματόω Capitals: ΚΑΘΑΙΜΑΤΟΩ
Transliteration A: kathaimatóō Transliteration B: kathaimatoō Transliteration C: kathaimatoo Beta Code: kaqaimato/w

English (LSJ)

= foreg., E.Hel.1599, HF234, 256, Ph. 1161, Ar.Th.695:—Pass., Luc.Ind.9.

German (Pape)

[Seite 1279] dasselbe; βωμόν Ar. Th. 695; Eur. γένυν καθῃμάτωσεν Phoen. 1167; Hel. 1615; in sp. Prosa, τὰ σκέλη καθῃματωμένος Luc. adv. ind. 9.

Greek (Liddell-Scott)

καθαιμᾰτόω: τῷ προηγ., «καταματώνω», Εὐρ. Ἑλ. 1599, Ἡρ. Μαιν. 234, 256, Φοίν. 1161, Ἀριστοφ. Θεσμ. 695.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. καθῃμάτωσα;
ensanglanter.
Étymologie: κατά, αἱματόω.