συλλείβω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συλλείβω''': ἀφίνω νὰ πίπτωσι κατὰ σταγόνας, «οἱ ὀρεινοὶ καὶ ὑψηλοὶ τόποι, [[οἷον]] [[σπόγγος]] πυκνὸς ἐπικρεμάμενος κατὰ μικρὰ μέν, πολλαχῇ δὲ διαπιδῶσι καὶ συλλείβουσι τὸ [[ὕδωρ]]» Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 12. ― Παθ., λείβομαι [[ὁμοῦ]], [[συρρέω]] κατὰ σταγόνας, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, «συλλείβεται δὲ καὶ ἐκ τῶν ἄλλων μελῶν σώματος ἐς ταῦτην» Ἱππ. 278. 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 24.
|lstext='''συλλείβω''': ἀφίνω νὰ πίπτωσι κατὰ σταγόνας, «οἱ ὀρεινοὶ καὶ ὑψηλοὶ τόποι, [[οἷον]] [[σπόγγος]] πυκνὸς ἐπικρεμάμενος κατὰ μικρὰ μέν, πολλαχῇ δὲ διαπιδῶσι καὶ συλλείβουσι τὸ [[ὕδωρ]]» Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 12. ― Παθ., λείβομαι [[ὁμοῦ]], [[συρρέω]] κατὰ σταγόνας, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, «συλλείβεται δὲ καὶ ἐκ τῶν ἄλλων μελῶν σώματος ἐς ταῦτην» Ἱππ. 278. 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 24.
}}
{{bailly
|btext=verser ensemble goutte à goutte ; <i>Pass.</i> s’épancher goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λείβω]].
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλείβω Medium diacritics: συλλείβω Low diacritics: συλλείβω Capitals: ΣΥΛΛΕΙΒΩ
Transliteration A: sylleíbō Transliteration B: sylleibō Transliteration C: sylleivo Beta Code: sullei/bw

English (LSJ)

   A collect by streams, τὸ ὕδωρ Arist.Mete.350a9:—Pass., [τὸ καταμηνιῶδες περίττωμα] συλλείβεται εἰς αὐτὴν τὴν ὑστέραν Id.GA 751a5; of blood, a flow takes place, Hp.Oss.15, cf. Virg.1; of rivers, ἐκ πλειόνων πηγῶν συλλείβεσθαι Demetr.Sceps. ap. Str.13.1.43.

German (Pape)

[Seite 975] zusammengießen, verschmelzen, Arist. meteor. 1, 13. – Pass. zusammenfließen, Plut. Aem. P. 14 Luc. Alex. 13.

Greek (Liddell-Scott)

συλλείβω: ἀφίνω νὰ πίπτωσι κατὰ σταγόνας, «οἱ ὀρεινοὶ καὶ ὑψηλοὶ τόποι, οἷον σπόγγος πυκνὸς ἐπικρεμάμενος κατὰ μικρὰ μέν, πολλαχῇ δὲ διαπιδῶσι καὶ συλλείβουσι τὸ ὕδωρ» Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 12. ― Παθ., λείβομαι ὁμοῦ, συρρέω κατὰ σταγόνας, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, «συλλείβεται δὲ καὶ ἐκ τῶν ἄλλων μελῶν σώματος ἐς ταῦτην» Ἱππ. 278. 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 24.

French (Bailly abrégé)

verser ensemble goutte à goutte ; Pass. s’épancher goutte à goutte.
Étymologie: σύν, λείβω.