δυσδιαίτητος: Difference between revisions
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσδιαίτητος''': -ον, περὶ οὗ δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ἀποφασίσῃ τις, [[κρίσις]] Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ. | |lstext='''δυσδιαίτητος''': -ον, περὶ οὗ δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ἀποφασίσῃ τις, [[κρίσις]] Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à trancher, à décider.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διαιτάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to decide, Plu.Comp.Cim.Luc.3; λόγος Porph.Abst.2.1.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu entscheiden; κρίσις Plut. Cim. et Luc. 3; σκέψις Coriol. 35.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιαίτητος: -ον, περὶ οὗ δύσκολον εἶναι νὰ ἀποφασίσῃ τις, κρίσις Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à trancher, à décider.
Étymologie: δυσ-, διαιτάω.