ἀνελεήμων: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνελεήμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ μὴ [[ἐλεήμων]], ὁ μὴ κινούμενος εἰς ἔλεον ἢ οἶκτον [[πρός]] τινα, ἄσπλαγχνος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 37. 3, Ἐπιστ. Παύλ. πρὸς Ρωμ. αϳ 31: [[οὕτως]], ἀνηλεήμων Νικοχάρ. Ἄδηλ. 5: καὶ ἀνελήμων, «ἀνελήμων καὶ [[ἀνελεήμων]] φασί. Νικόχαρις (γράφε Νικοχάρης) δὲ ἀνηλεήμων» Α. Β. 400. 30. ― Ἐπίρρ. ἀνελεημόνως ἀπολέσθαι Ἀντιφῶν 114. 10. | |lstext='''ἀνελεήμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ μὴ [[ἐλεήμων]], ὁ μὴ κινούμενος εἰς ἔλεον ἢ οἶκτον [[πρός]] τινα, ἄσπλαγχνος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 37. 3, Ἐπιστ. Παύλ. πρὸς Ρωμ. αϳ 31: [[οὕτως]], ἀνηλεήμων Νικοχάρ. Ἄδηλ. 5: καὶ ἀνελήμων, «ἀνελήμων καὶ [[ἀνελεήμων]] φασί. Νικόχαρις (γράφε Νικοχάρης) δὲ ἀνηλεήμων» Α. Β. 400. 30. ― Ἐπίρρ. ἀνελεημόνως ἀπολέσθαι Ἀντιφῶν 114. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />sans pitié, cruel.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐλεήμων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A merciless, without mercy, Arist.Rh. Al.1442a13, Ep.Rom.1.31, Cat.Cod.Astr.2.173:—also ἀνηλεήμων, Nicoch.20; and in AB400 ἀνελήμων. Adv. ἀνελεημόνως, ἀπολέσθαι Antipho 1.25, LXXJb.6.21.
German (Pape)
[Seite 221] ον, unbarmherzig, Sp. – Adv. ἀνελεημόνως, Antiph. 1, 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελεήμων: -ον, γεν. ονος, ὁ μὴ ἐλεήμων, ὁ μὴ κινούμενος εἰς ἔλεον ἢ οἶκτον πρός τινα, ἄσπλαγχνος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 37. 3, Ἐπιστ. Παύλ. πρὸς Ρωμ. αϳ 31: οὕτως, ἀνηλεήμων Νικοχάρ. Ἄδηλ. 5: καὶ ἀνελήμων, «ἀνελήμων καὶ ἀνελεήμων φασί. Νικόχαρις (γράφε Νικοχάρης) δὲ ἀνηλεήμων» Α. Β. 400. 30. ― Ἐπίρρ. ἀνελεημόνως ἀπολέσθαι Ἀντιφῶν 114. 10.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
sans pitié, cruel.
Étymologie: ἀ, ἐλεήμων.