πόμπιμος: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πόμπῐμος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Εὐρ. Ἱππ. 578, Φοίν. 1711· ([[πομπή]])· ὁ παραπέμπων, συνοδεύων, Αἰσχύλ. Θήβ. 371, 855· π. κῶπαι Σοφ. Τρ. 560· πνοαὶ Εὐρ. Ἑκάβ. 1290, Ἑλ. 1073· π. ὁ [[δαίμων]] ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 984· π. ἔχειν τινὰ [[αὐτόθι]] 1711· ― [[μετὰ]] γεν., π. [[χώρα]] φίλων, [[χώρα]] παρέχουσα συνοδείαν εἰς φίλους, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 848· νόστου πόμπιμον [[τέλος]], ἡ μετ’ ἀσφαλείας [[ἐπιστροφή]] τινος εἰς τὴν πατρίδα του, Πινδ. Ν. 3. 43· πρβλ. πομπὴ Ι. 2, καὶ ἴδε [[προσαιθρίζω]]. ΙΙ. Παθ., πεμπόμενος, συνοδευόμενος, φερόμενος, τινι, εἴς τινα, Σοφ. Τρ. 872, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 578.
|lstext='''πόμπῐμος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Εὐρ. Ἱππ. 578, Φοίν. 1711· ([[πομπή]])· ὁ παραπέμπων, συνοδεύων, Αἰσχύλ. Θήβ. 371, 855· π. κῶπαι Σοφ. Τρ. 560· πνοαὶ Εὐρ. Ἑκάβ. 1290, Ἑλ. 1073· π. ὁ [[δαίμων]] ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 984· π. ἔχειν τινὰ [[αὐτόθι]] 1711· ― [[μετὰ]] γεν., π. [[χώρα]] φίλων, [[χώρα]] παρέχουσα συνοδείαν εἰς φίλους, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 848· νόστου πόμπιμον [[τέλος]], ἡ μετ’ ἀσφαλείας [[ἐπιστροφή]] τινος εἰς τὴν πατρίδα του, Πινδ. Ν. 3. 43· πρβλ. πομπὴ Ι. 2, καὶ ἴδε [[προσαιθρίζω]]. ΙΙ. Παθ., πεμπόμενος, συνοδευόμενος, φερόμενος, τινι, εἴς τινα, Σοφ. Τρ. 872, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 578.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> qui envoie, qui transporte, qui conduit, qui escorte ; qui accueille, hospitalier pour, gén.;<br /><b>2</b> envoyé, transmis.<br />'''Étymologie:''' [[πομπός]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόμπῐμος Medium diacritics: πόμπιμος Low diacritics: πόμπιμος Capitals: ΠΟΜΠΙΜΟΣ
Transliteration A: pómpimos Transliteration B: pompimos Transliteration C: pompimos Beta Code: po/mpimos

English (LSJ)

ον, also α, ον E.Hipp.578 (lyr.), Ph.1711 (lyr.): (πομπή):—

   A conducting, escorting, guiding, A.Th.371, 855; π. κῶπαι S.Tr.560; πνοαί E.Hec.1290, Hel.1073; π. ὁ δαίμων Id.Ph.984; π. ἔχειν τινά ib.1711 (lyr.): c. gen., φίλων π. χώρα a land that lends escort to friends, Id.Med.848 (lyr.); νόστου πόμπιμον τέλος the homesending end of one's return, i.e. one's safe return home, Pi.N.3.25.    II Pass., sent, conveyed, τινι to one, S.Tr.872, cf. E.Hipp. 578 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 679] auch 2 Endgn, entsendend, heimsendend; νόστου πόμπιμον τέλος, das Ziel der Heimkehr, Pind. N. 3, 24; διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν, Aesch. Spt. 371; auch ἐρέσσετ' ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν πίτυλον, 837; πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων, Soph. Trach. 557; Eur., z. B. πνοαί, Hec. 1290; – pass., gesendet, geschickt, κακῶν ἦρξεν τὸ δῶρον Ἡρακλεῖ τὸ πόμπιμον, Soph. Trach. 869; vgl. Eur. Med. 848. – Auch in späterer Prosa, wie Plut., der es mit πορεύσιμον ὄχημα verbindet, de cap. ex host. utilit. p. 270.

Greek (Liddell-Scott)

πόμπῐμος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Εὐρ. Ἱππ. 578, Φοίν. 1711· (πομπή)· ὁ παραπέμπων, συνοδεύων, Αἰσχύλ. Θήβ. 371, 855· π. κῶπαι Σοφ. Τρ. 560· πνοαὶ Εὐρ. Ἑκάβ. 1290, Ἑλ. 1073· π. ὁ δαίμων ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 984· π. ἔχειν τινὰ αὐτόθι 1711· ― μετὰ γεν., π. χώρα φίλων, χώρα παρέχουσα συνοδείαν εἰς φίλους, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 848· νόστου πόμπιμον τέλος, ἡ μετ’ ἀσφαλείας ἐπιστροφή τινος εἰς τὴν πατρίδα του, Πινδ. Ν. 3. 43· πρβλ. πομπὴ Ι. 2, καὶ ἴδε προσαιθρίζω. ΙΙ. Παθ., πεμπόμενος, συνοδευόμενος, φερόμενος, τινι, εἴς τινα, Σοφ. Τρ. 872, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 578.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 qui envoie, qui transporte, qui conduit, qui escorte ; qui accueille, hospitalier pour, gén.;
2 envoyé, transmis.
Étymologie: πομπός.