προσαιθρίζω

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαιθρίζω Medium diacritics: προσαιθρίζω Low diacritics: προσαιθρίζω Capitals: ΠΡΟΣΑΙΘΡΙΖΩ
Transliteration A: prosaithrízō Transliteration B: prosaithrizō Transliteration C: prosaithrizo Beta Code: prosaiqri/zw

English (LSJ)

send into the air, προσαιθρίζουσα πόμπιμον φλόγα Trag.Adesp.260.

German (Pape)

[Seite 748] in die Luft senden; προσαιθρίζουσα πόμπιμον φλόγα, tragic. bei Hesych., wo falsch προσαιθερίζω steht und erklärt wird ποιοῦσα τὴν φλόγα ἀναπέμπεσθαι πρὸς τὸν αἰθέρα.

French (Bailly abrégé)

faire monter vers le ciel, acc..
Étymologie: πρός, αἴθριος.

Russian (Dvoretsky)

προσαιθρίζω: поднимать на воздух, (об огне) вздувать, раздувать (πόμπιμον φλόγα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

προσαιθρίζω: πέμπω τι ἄνω πρὸς τὸν αἰθέρα, προσαιθρίζουσα πόμπιμον φλόγα, «πρὸς τὸν αἰθέρα ποιοῦσα, ὥστε ἄνω πέμπεσθαι τὴν φλόγα», στίχος ὃν μνημονεύει καὶ ἑρμηνεύει ὁ Ἡσύχ., καὶ τὸν ὁποῖον εὐφυῶς ὁ Dind. ἀποκατέστησεν ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 301 ἀντὶ τῆς τῶν Ἀντιγράφων γραφῆς πλέον καίουσα τῶν εἰρημένων˙ πρβλ. οὐρανίζω.

Greek Monolingual

Α
στέλνω κάτι ψηλά προς τον αιθέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θ. αιθρ- του αἰθήρ, -έρος (πρβλ. αἴθριος), βλ. λ. αἰθέρας].

Middle Liddell

to raise high in air, Aesch.