ἀδήϊος: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδήϊος''': συνῃρ. [[ἀδῇος]], Δωρ. [[ἀδάϊος]], ον, ὁ μὴ προσβεβλημένος, μὴ κατεστραμμένος, ἀδῇον. σπαρτῶν ἀπ’ ἀνδρῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1533· ἐπὶ προσώπων, οὐχὶ [[ἐχθρικός]], Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 647. | |lstext='''ἀδήϊος''': συνῃρ. [[ἀδῇος]], Δωρ. [[ἀδάϊος]], ον, ὁ μὴ προσβεβλημένος, μὴ κατεστραμμένος, ἀδῇον. σπαρτῶν ἀπ’ ἀνδρῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1533· ἐπὶ προσώπων, οὐχὶ [[ἐχθρικός]], Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 647. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>p. contr.</i> [[ἀδῇος]], ος, ον :<br />non dévasté, à l’abri des ravages : [[ἀπό]] τινος SOPH de qqn.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δαίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
contr. ἀδῆος, Dor. ἀδάϊος, ον,
A unmolested, unravaged, ἀδῇον . . σπαρτῶν ἀπ' ἀνδρῶν S.OC1533: of persons, not harmed, A.R. 4.647.
German (Pape)
[Seite 33] Ap. Rh. 4, 647, wie ἀδῇος, Soph. O. C. 1536, unangefeindet.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδήϊος: συνῃρ. ἀδῇος, Δωρ. ἀδάϊος, ον, ὁ μὴ προσβεβλημένος, μὴ κατεστραμμένος, ἀδῇον. σπαρτῶν ἀπ’ ἀνδρῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1533· ἐπὶ προσώπων, οὐχὶ ἐχθρικός, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 647.
French (Bailly abrégé)
p. contr. ἀδῇος, ος, ον :
non dévasté, à l’abri des ravages : ἀπό τινος SOPH de qqn.
Étymologie: ἀ, δαίω.