ἀγχόνιος: Difference between revisions
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγχόνιος''': -α, -ον, ([[ἄγχω]]) [[κατάλληλος]] δι’ ἀπαγχόνισιν, [[βρόχος]], Εὐρ. Ἑλ. 686 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl. ἀντὶ ἀγχόνειος): [[δεσμός]], Νόνν. Δ. 21. 31., 34. 229. | |lstext='''ἀγχόνιος''': -α, -ον, ([[ἄγχω]]) [[κατάλληλος]] δι’ ἀπαγχόνισιν, [[βρόχος]], Εὐρ. Ἑλ. 686 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl. ἀντὶ ἀγχόνειος): [[δεσμός]], Νόνν. Δ. 21. 31., 34. 229. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui sert à étrangler, à étouffer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγχόνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A fit for strangling, βρόχος E.Hel.686; δεσμός Nonn.D.21.31, 34.229.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχόνιος: -α, -ον, (ἄγχω) κατάλληλος δι’ ἀπαγχόνισιν, βρόχος, Εὐρ. Ἑλ. 686 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl. ἀντὶ ἀγχόνειος): δεσμός, Νόνν. Δ. 21. 31., 34. 229.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui sert à étrangler, à étouffer.
Étymologie: ἀγχόνη.