ἄδωρος: Difference between revisions
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄδωρος''': -ον, [[ἄνευ]] δώρων, μὴ λαμβάνων δῶρα, [[ἀδιάφθορος]], [[μετὰ]] γεν. ἀδωρότατος χρημάτων, Θουκ. 2. 65: - Ἐπίρρ. -ως, [[Πολυδ]]. 8. 11. 2) [[ἄμισθος]]· [[πρέσβευσις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 25. ΙΙ. ὁ μὴ δίδων δῶρα· μ. γεν. ἄδ. τινος, μὴ δίδων αὐτὸ ὡς [[δῶρον]], Πλάτ. Συμπ. 197D. - ἀδώροις ἐλαφηβολίαις, διὰ θήρας, ἀφ’ ἧς οὐδὲν [[δῶρον]] ἐδόθη, Σοφ. Αἴ. 178. ΙΙΙ. ἄδωρα δῶρα, = δῶρα τὰ ὁποῖα δὲν [[εἶναι]] [[ὄντως]] δῶρα, ὡς [[βίος]] [[ἀβίωτος]], [[αὐτόθι]] 674· πρβλ. [[δύσδωρος]]. | |lstext='''ἄδωρος''': -ον, [[ἄνευ]] δώρων, μὴ λαμβάνων δῶρα, [[ἀδιάφθορος]], [[μετὰ]] γεν. ἀδωρότατος χρημάτων, Θουκ. 2. 65: - Ἐπίρρ. -ως, [[Πολυδ]]. 8. 11. 2) [[ἄμισθος]]· [[πρέσβευσις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 25. ΙΙ. ὁ μὴ δίδων δῶρα· μ. γεν. ἄδ. τινος, μὴ δίδων αὐτὸ ὡς [[δῶρον]], Πλάτ. Συμπ. 197D. - ἀδώροις ἐλαφηβολίαις, διὰ θήρας, ἀφ’ ἧς οὐδὲν [[δῶρον]] ἐδόθη, Σοφ. Αἴ. 178. ΙΙΙ. ἄδωρα δῶρα, = δῶρα τὰ ὁποῖα δὲν [[εἶναι]] [[ὄντως]] δῶρα, ὡς [[βίος]] [[ἀβίωτος]], [[αὐτόθι]] 674· πρβλ. [[δύσδωρος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> incorruptible;<br /><b>2</b> qui n’est pas un présent : ἄδωρα δῶρα SOPH présents qui n’en sont pas, présents funestes.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δῶρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A taking no gifts, incorruptible, c. gen., -ότατος χρημάτων Th.2.65. Adv. -ως Poll.8.11: Sup., D.C.72.10. b receiving no gifts, Max. Tyr.11.8. 2 unpaid, πρέσβευσις IG7.2712 (Acraephia). II giving no gifts, c. gen., ἄ. τινος not giving it, Pl.Smp. 197d; ἀ. ἐλαφαβολίαις by hunting from which no gifts were offered, S.Aj.177 (lyr.); miserly, Aret.SD1.5. III ἄδωρα δῶρα gifts that are no gifts, like βίος ἀβίωτος, S.Aj.665.
German (Pape)
[Seite 38] ohne Geschenk, a) kein Geschenk gebend, Plat. Conv. 197 d. – Gewöhnlicher b) kein Geschenk annehmend, unbestechlich, χρημάτων ἀδωρότατος Fhuc. 2, 65; Plut. Pericl. 15. – c) δῶρα ἄδωρα Soph. Ai. 650, Unglücksgaben, Geschenke, die in der That keine sind.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδωρος: -ον, ἄνευ δώρων, μὴ λαμβάνων δῶρα, ἀδιάφθορος, μετὰ γεν. ἀδωρότατος χρημάτων, Θουκ. 2. 65: - Ἐπίρρ. -ως, Πολυδ. 8. 11. 2) ἄμισθος· πρέσβευσις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 25. ΙΙ. ὁ μὴ δίδων δῶρα· μ. γεν. ἄδ. τινος, μὴ δίδων αὐτὸ ὡς δῶρον, Πλάτ. Συμπ. 197D. - ἀδώροις ἐλαφηβολίαις, διὰ θήρας, ἀφ’ ἧς οὐδὲν δῶρον ἐδόθη, Σοφ. Αἴ. 178. ΙΙΙ. ἄδωρα δῶρα, = δῶρα τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ὄντως δῶρα, ὡς βίος ἀβίωτος, αὐτόθι 674· πρβλ. δύσδωρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 incorruptible;
2 qui n’est pas un présent : ἄδωρα δῶρα SOPH présents qui n’en sont pas, présents funestes.
Étymologie: ἀ, δῶρον.