ἀγώγιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγώγιμος''': -ον, [[εὔκολος]] εἰς τὸ νὰ ἄγηται, ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, τρισσῶν ἁμαξῶν... θάρρος, ἱκανὸν ἵνα φορτώσῃ τις [[τρεῖς]] ἁμάξας, Εὐρ. Κύκλ. 385‧ τὰ ἀγώγιμα, πράγματα μετακομιστά, ἐμπορεύματα, Πλάτ. Πρωτ. 313C, Ξεν. Ἀν. 5, 1, 16, κτλ‧ [[ἄλλο]] δὲ μηδὲν ἀγώγιμον ἄγεσθαι ἐν τῷ πλοίῳ, Δημ. 929. 17. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων ὁ ὢν καταδικασμένος καὶ προγεγραμμένος, Sneid. Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 11‧ [[ὅστις]] [[δέον]] νὰ παραδοθῇ εἰς δουλείαν, Δημ. 624. 12, Πλουτ. Σόλ. 13: - οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, [[πρᾶγμα]], τὸ ὁποῖον ὑπόκειται εἰς κατάσχεσιν, Διον. Ἁλ. 5. 69. 2) εὐκόλως ἀγόμενος, ευάγωγος, Πλουτ. Ἀλκ. 6.
|lstext='''ἀγώγιμος''': -ον, [[εὔκολος]] εἰς τὸ νὰ ἄγηται, ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, τρισσῶν ἁμαξῶν... θάρρος, ἱκανὸν ἵνα φορτώσῃ τις [[τρεῖς]] ἁμάξας, Εὐρ. Κύκλ. 385‧ τὰ ἀγώγιμα, πράγματα μετακομιστά, ἐμπορεύματα, Πλάτ. Πρωτ. 313C, Ξεν. Ἀν. 5, 1, 16, κτλ‧ [[ἄλλο]] δὲ μηδὲν ἀγώγιμον ἄγεσθαι ἐν τῷ πλοίῳ, Δημ. 929. 17. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων ὁ ὢν καταδικασμένος καὶ προγεγραμμένος, Sneid. Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 11‧ [[ὅστις]] [[δέον]] νὰ παραδοθῇ εἰς δουλείαν, Δημ. 624. 12, Πλουτ. Σόλ. 13: - οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, [[πρᾶγμα]], τὸ ὁποῖον ὑπόκειται εἰς κατάσχεσιν, Διον. Ἁλ. 5. 69. 2) εὐκόλως ἀγόμενος, ευάγωγος, Πλουτ. Ἀλκ. 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut conduire, transporter : τὸ αγώγιμον, τὰ ἀγώγιμα, la cargaison, les marchandises;<br /><b>2</b> qui peut être emmené en prison, que le premier venu peut arrêter;<br /><b>3</b> <i>à Athènes, avant les réformes de Solon</i> débiteur adjugé à son créancier qui l’emmenait soit pour l’employer comme esclave, soit pour le vendre;<br /><b>4</b> qui se laisse aller à, enclin à.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωγή]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγώγιμος Medium diacritics: ἀγώγιμος Low diacritics: αγώγιμος Capitals: ΑΓΩΓΙΜΟΣ
Transliteration A: agṓgimos Transliteration B: agōgimos Transliteration C: agogimos Beta Code: a)gw/gimos

English (LSJ)

ον, of things,

   A capable of being carried, τρισσῶν ἁμαξῶν . . ἀ. βάρος enough to load, E.Cyc.385; τὰ ἀ. things portable, wares, Pl. Prt.313c, X.An.5.1.16, etc.; ἄλλο δὲ μηδὲν ἀ. ἄγεσθαι ἐν τῷ πλοίῳ D.35.20.    II of persons, liable to seizure, X.HG7.3.11, cf. D. 23.11, Plu.Sol.13, BGU1116.27 (13 B.C.):—also of things, D.H.5.69.    2 easily led, pliable, Plu.Alc.6.    III Act., ἀγώγιμον, τό, love-charm, philtre, Plu.2.1093d, cf. PMag.Lond.121.295: pl., PMag.Par.1.2231.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγώγιμος: -ον, εὔκολος εἰς τὸ νὰ ἄγηται, ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, τρισσῶν ἁμαξῶν... θάρρος, ἱκανὸν ἵνα φορτώσῃ τις τρεῖς ἁμάξας, Εὐρ. Κύκλ. 385‧ τὰ ἀγώγιμα, πράγματα μετακομιστά, ἐμπορεύματα, Πλάτ. Πρωτ. 313C, Ξεν. Ἀν. 5, 1, 16, κτλ‧ ἄλλο δὲ μηδὲν ἀγώγιμον ἄγεσθαι ἐν τῷ πλοίῳ, Δημ. 929. 17. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων ὁ ὢν καταδικασμένος καὶ προγεγραμμένος, Sneid. Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 11‧ ὅστις δέον νὰ παραδοθῇ εἰς δουλείαν, Δημ. 624. 12, Πλουτ. Σόλ. 13: - οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ὑπόκειται εἰς κατάσχεσιν, Διον. Ἁλ. 5. 69. 2) εὐκόλως ἀγόμενος, ευάγωγος, Πλουτ. Ἀλκ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on peut conduire, transporter : τὸ αγώγιμον, τὰ ἀγώγιμα, la cargaison, les marchandises;
2 qui peut être emmené en prison, que le premier venu peut arrêter;
3 à Athènes, avant les réformes de Solon débiteur adjugé à son créancier qui l’emmenait soit pour l’employer comme esclave, soit pour le vendre;
4 qui se laisse aller à, enclin à.
Étymologie: ἀγωγή.