Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμπελόεις: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμπελόεις''': εσσα, εν, ἀλλὰ θηλ. καὶ εἰς -εις, καὶ ἀμπελόεντ’ Ἐπίδαυρον Ἰλ. Β. 561: - [[πλήρης]] [[ἀμπέλων]], [[κατάφυτος]], ἐξ [[ἀμπέλων]], [[πολυάμπελος]], ἐπὶ χωρῶν, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γ. 184, Ι. 152, Θέογν. 784, Πίνδ., κτλ. 2) = [[ἀμπέλινος]], ἀμπ. [[βάκτρον]], [[ῥάβδος]] ἐκ κληματίδος, Νόνν. Δ. 14. 102· ἀμπ. καυλία, βλαστάρια ἀμπέλου, Νικ. Ἀλεξιφ. 142.
|lstext='''ἀμπελόεις''': εσσα, εν, ἀλλὰ θηλ. καὶ εἰς -εις, καὶ ἀμπελόεντ’ Ἐπίδαυρον Ἰλ. Β. 561: - [[πλήρης]] [[ἀμπέλων]], [[κατάφυτος]], ἐξ [[ἀμπέλων]], [[πολυάμπελος]], ἐπὶ χωρῶν, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γ. 184, Ι. 152, Θέογν. 784, Πίνδ., κτλ. 2) = [[ἀμπέλινος]], ἀμπ. [[βάκτρον]], [[ῥάβδος]] ἐκ κληματίδος, Νόνν. Δ. 14. 102· ἀμπ. καυλία, βλαστάρια ἀμπέλου, Νικ. Ἀλεξιφ. 142.
}}
{{bailly
|btext=όεις <i>ou</i> όεσσα, όεν;<br />couvert de vignes.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμπελος]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελόεις Medium diacritics: ἀμπελόεις Low diacritics: αμπελόεις Capitals: ΑΜΠΕΛΟΕΙΣ
Transliteration A: ampelóeis Transliteration B: ampeloeis Transliteration C: ampeloeis Beta Code: a)mpelo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, but fem. εις Il.2.561:—

   A rich in vines, vine-clad, of countries, Il.l.c., 3.184, 9.152, Thgn.784, Pi.Pae. 2.25, etc.    2 of the vine, ἀ. βάκτρον vine-stick, Nonn.D.14.102; ἀ. καυλία vine-shoots, Nic.Al.142.

German (Pape)

[Seite 129] εσσα, εν, wein-, rebenreich, Hom. viermal, Iliad. 2, 561 ἀμπελόεντ' Ἐπίδαυρον, 3, 184 Φρυγίην ἀμπελόεσσαν, 9, 152. 294 Πήδασον ἀμπελόεσσαν; – πεδίον Pind. I. 7, 49; Theogn. 762; Nonn. – Nic. Alex. 266 vrbdt ἀμπελόεις ἕλικας, wo es acc. plur. ist, vgl. ἀργήεις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελόεις: εσσα, εν, ἀλλὰ θηλ. καὶ εἰς -εις, καὶ ἀμπελόεντ’ Ἐπίδαυρον Ἰλ. Β. 561: - πλήρης ἀμπέλων, κατάφυτος, ἐξ ἀμπέλων, πολυάμπελος, ἐπὶ χωρῶν, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γ. 184, Ι. 152, Θέογν. 784, Πίνδ., κτλ. 2) = ἀμπέλινος, ἀμπ. βάκτρον, ῥάβδος ἐκ κληματίδος, Νόνν. Δ. 14. 102· ἀμπ. καυλία, βλαστάρια ἀμπέλου, Νικ. Ἀλεξιφ. 142.

French (Bailly abrégé)

όεις ou όεσσα, όεν;
couvert de vignes.
Étymologie: ἄμπελος.