ἀμπελόεις
Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt
English (LSJ)
ἀμπελόεις, ἀμπελόεσσα, ἀμπελόεν, but fem. -εις Il.2.561:—
A rich in vines, vine-clad, of countries, Il.l.c., 3.184, 9.152, Thgn.784, Pi.Pae. 2.25, etc.
2 of the vine, ἀμπελόεν βάκτρον vine-stick, Nonn. D. 14.102; ἀμπελόεντα καυλία vine-shoots, Nic.Al.142.
Spanish (DGE)
ἀμπελόεις, ἀμπελόεσσα, ἀμπελόεν
• Morfología: [ac. plu. fem. ἀμπελόεις Nic.Al.266]
1 de viñedos, rico en viñedos de ciudades y lugares Ἐπίδαυρος Il.2.561, Φρυγίη Il.3.184, cf. Il.9.152, h.Ap.438, h.Hom.9.5, Thgn.784, Pi.I.8.49, Fr.52b25, TAM 2.417.6 (Patara II a.C.), ὄρχατος Q.S.8.279.
2 de sarmiento de vid βάκτρον Nonn.D.14.102, ἀμπελόεντα καυλέα = zarcillos de vid Nic.Al.142, tb. ἀ. ἕλικες Nic.Al.266.
3 epít. de Dioniso = el de las viñas Nonn.D.11.330 cf. 48.974.
German (Pape)
[Seite 129] εσσα, εν, wein-, rebenreich, Hom. viermal, Iliad. 2, 561 ἀμπελόεντ' Ἐπίδαυρον, 3, 184 Φρυγίην ἀμπελόεσσαν, 9, 152. 294 Πήδασον ἀμπελόεσσαν; – πεδίον Pind. I. 7, 49; Theogn. 762; Nonn. – Nic. Alex. 266 vrbdt ἀμπελόεις ἕλικας, wo es acc. plur. ist, vgl. ἀργήεις.
French (Bailly abrégé)
όεις ou όεσσα, όεν;
couvert de vignes.
Étymologie: ἄμπελος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπελόεις: (Hom. тж. f), όεσσα, όεν изобилующий виноградниками (Ἐπίδαυρος Hom.; πεδίον Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελόεις: εσσα, εν, ἀλλὰ θηλ. καὶ εἰς -εις, καὶ ἀμπελόεντ’ Ἐπίδαυρον Ἰλ. Β. 561: - πλήρης ἀμπέλων, κατάφυτος, ἐξ ἀμπέλων, πολυάμπελος, ἐπὶ χωρῶν, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γ. 184, Ι. 152, Θέογν. 784, Πίνδ., κτλ. 2) = ἀμπέλινος, ἀμπ. βάκτρον, ῥάβδος ἐκ κληματίδος, Νόνν. Δ. 14. 102· ἀμπ. καυλία, βλαστάρια ἀμπέλου, Νικ. Ἀλεξιφ. 142.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (ἄμπελος): full of vines, vine-clad; of districts and towns. (Il.)
English (Slater)
ἀμπελόεις vine clad ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε Τηλέφου μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον (ὅτι κλήμασιν ἀμπέλων πεδηθέντα Τήλεφον ἀνεῖλεν ὁ Ἀχιλλεύς. Σ.) (I. 8.49) ναίω Θραικίαν γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον (Pae. 2.25)
Greek Monolingual
ἀμπελόεις, -εσσα, -εν (Α) ἄμπελος
1. αυτός που έχει πολλά αμπέλια, ο κατάφυτος από αμπέλια
2. του αμπελιού, αμπελήσιος.
Greek Monotonic
ἀμπελόεις: -εσσα, -εν (ἄμπελος), πλούσιος σε αμπέλια, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.