συμμητιάομαι: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμητιάομαι''': ἀποθ., [[σκέπτομαι]] [[ὁμοῦ]], συσκέπτομαι, αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι, «[[κοινῇ]] γνώμῃ σκέψασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 197. | |lstext='''συμμητιάομαι''': ἀποθ., [[σκέπτομαι]] [[ὁμοῦ]], συσκέπτομαι, αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι, «[[κοινῇ]] γνώμῃ σκέψασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 197. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>seul. inf. prés. épq.</i> συμμητιάασθαι;<br />délibérer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μητιάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
A take counsel with or together, Il.10.197.
German (Pape)
[Seite 982] dep. med., mit, zusammen berathen, αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι, Il. 10, 197.
Greek (Liddell-Scott)
συμμητιάομαι: ἀποθ., σκέπτομαι ὁμοῦ, συσκέπτομαι, αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι, «κοινῇ γνώμῃ σκέψασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 197.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
seul. inf. prés. épq. συμμητιάασθαι;
délibérer ensemble.
Étymologie: σύν, μητιάω.