τρίμηνος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίμηνος''': -ον, (μὴν) ὁ ἐκ τριῶν μηνῶν ἀποτελούμενος, [[χρόνος]] Σοφ. Τρ. 164· [[οὕτως]], ἡ [[τρίμηνος]], [[περίοδος]] ἐκ τριῶν μηνῶν, Ἡρόδ. 2. 124· τὸ τρίμηνον Πολύβ. 1. 38, 6, κλπ.· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρίμηνα ἐκτιτρώσκειν Ἱππ. Ἀφ. 1254. 2) τριῶν μηνῶν τὴν ἡλικίαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 6· πυροὶ τρίμηνοι, [[σῖτος]] σπαρεὶς κατὰ τὸ ἔαρ, [[ὥστε]] νὰ ὡριμάζῃ ἐντὸς τριῶν μηνῶν, αὐτὸς φέρων [[πάρειμι]] ἐκγόνους τριμήνων γαλακτοχρῶτας κολλάβους θερμοὺς Φιλύλλιος ἐν «Αὔγῃ» 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 4.
|lstext='''τρίμηνος''': -ον, (μὴν) ὁ ἐκ τριῶν μηνῶν ἀποτελούμενος, [[χρόνος]] Σοφ. Τρ. 164· [[οὕτως]], ἡ [[τρίμηνος]], [[περίοδος]] ἐκ τριῶν μηνῶν, Ἡρόδ. 2. 124· τὸ τρίμηνον Πολύβ. 1. 38, 6, κλπ.· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρίμηνα ἐκτιτρώσκειν Ἱππ. Ἀφ. 1254. 2) τριῶν μηνῶν τὴν ἡλικίαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 6· πυροὶ τρίμηνοι, [[σῖτος]] σπαρεὶς κατὰ τὸ ἔαρ, [[ὥστε]] νὰ ὡριμάζῃ ἐντὸς τριῶν μηνῶν, αὐτὸς φέρων [[πάρειμι]] ἐκγόνους τριμήνων γαλακτοχρῶτας κολλάβους θερμοὺς Φιλύλλιος ἐν «Αὔγῃ» 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de trois mois, trimestriel ; ἡ [[τρίμηνος]], τὸ τρίμηνον trimestre ; [[τρίμηνος]] [[σῖτος]] blé qu’on sème et qu’on récolte en trois mois, blé de mars.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[μήν]]².
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐμηνος Medium diacritics: τρίμηνος Low diacritics: τρίμηνος Capitals: ΤΡΙΜΗΝΟΣ
Transliteration A: trímēnos Transliteration B: trimēnos Transliteration C: triminos Beta Code: tri/mhnos

English (LSJ)

ον, (μήν)

   A of three months, χρόνος S.Tr.164; so ἡ τ. period of three months, Hdt. 2.124, IG22.1358 ii 7, 11, al., PCair.Zen.124.5, 440.4 (iii B. C.); τὸ τ. Plb.1.38.6, etc.; τ. παιδία born after three months, Com.Adesp.213: neut. as Adv., τρίμηνα ἐκτιτρώσκειν Hp.Aph.5.45.    2 three months old, Arist.HA562b28.    3 πυροὶ τ. wheat sown in spring, so as to ripen in three months, Philyll.4, cf. Thphr.HP8.1.4, CP4.11.1, PCair.Zen.155.6 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1144] dreimonatlich, von drei Monaten, χρόνος Soph. Trach. 163; drei Monat alt, ἡ τρίμηνος, Zeit von drei Monaten, Her. 2, 124; Pol. 12, 12, 1 u. öfter; πυρὸς τρ., Sommerweizen, der im Frühjahr gesäet u. in drei Monaten reif wird.

Greek (Liddell-Scott)

τρίμηνος: -ον, (μὴν) ὁ ἐκ τριῶν μηνῶν ἀποτελούμενος, χρόνος Σοφ. Τρ. 164· οὕτως, ἡ τρίμηνος, περίοδος ἐκ τριῶν μηνῶν, Ἡρόδ. 2. 124· τὸ τρίμηνον Πολύβ. 1. 38, 6, κλπ.· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρίμηνα ἐκτιτρώσκειν Ἱππ. Ἀφ. 1254. 2) τριῶν μηνῶν τὴν ἡλικίαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 6· πυροὶ τρίμηνοι, σῖτος σπαρεὶς κατὰ τὸ ἔαρ, ὥστε νὰ ὡριμάζῃ ἐντὸς τριῶν μηνῶν, αὐτὸς φέρων πάρειμι ἐκγόνους τριμήνων γαλακτοχρῶτας κολλάβους θερμοὺς Φιλύλλιος ἐν «Αὔγῃ» 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de trois mois, trimestriel ; ἡ τρίμηνος, τὸ τρίμηνον trimestre ; τρίμηνος σῖτος blé qu’on sème et qu’on récolte en trois mois, blé de mars.
Étymologie: τρεῖς, μήν².