Ἀδώνιος: Difference between revisions
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἀδώνιος''': ὁ, σπάν. [[τύπος]] τοῦ [[Ἄδωνις]], Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 188, Πλούτ. 2. 206C. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. -ος, -ον, τοῦ Ἀδώνιδος· [[ὅθεν]]: 1) Ἀδώνιον, τό, [[ἄγαλμα]] [[αὐτοῦ]] φερόμενον κατὰ τὰ [[Ἀδώνια]], Σουΐδ. 2) (ἐν λ. [[μέτρον]]) [[εἶδος]] στίχου συγκειμένου ἐκ δακτύλου καὶ σπονδείου, Ἕρμαν. El. Metr. 715. | |lstext='''Ἀδώνιος''': ὁ, σπάν. [[τύπος]] τοῦ [[Ἄδωνις]], Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 188, Πλούτ. 2. 206C. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. -ος, -ον, τοῦ Ἀδώνιδος· [[ὅθεν]]: 1) Ἀδώνιον, τό, [[ἄγαλμα]] [[αὐτοῦ]] φερόμενον κατὰ τὰ [[Ἀδώνια]], Σουΐδ. 2) (ἐν λ. [[μέτρον]]) [[εἶδος]] στίχου συγκειμένου ἐκ δακτύλου καὶ σπονδείου, Ἕρμαν. El. Metr. 715. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />d’Adonis ; τὰ Ἀδώνια fêtes d’Adonis.<br />'''Étymologie:''' [[Ἄδωνις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, rare form of Ἄδωνις, Plu.2.756c. II as Adj., ος, ον, of Adonis:—hence Ἀδώνιον, τό, a statue of him borne in the Adonia, Suid. 2 (sub. μέτρον) a kind of verse, consisting of a dactyl and spondee, Sacerd.p.516 K. 3 = Ἄδωνις 111, Plin.HN21.60.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀδώνιος: ὁ, σπάν. τύπος τοῦ Ἄδωνις, Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 188, Πλούτ. 2. 206C. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. -ος, -ον, τοῦ Ἀδώνιδος· ὅθεν: 1) Ἀδώνιον, τό, ἄγαλμα αὐτοῦ φερόμενον κατὰ τὰ Ἀδώνια, Σουΐδ. 2) (ἐν λ. μέτρον) εἶδος στίχου συγκειμένου ἐκ δακτύλου καὶ σπονδείου, Ἕρμαν. El. Metr. 715.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’Adonis ; τὰ Ἀδώνια fêtes d’Adonis.
Étymologie: Ἄδωνις.