ἐκπέρθω: Difference between revisions
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπέρθω''': μέλλ. -πέρσω, [[καταστρέφω]] ἐντελῶς, ἐκπορθῶ, δῃῶ, λεηλατῶ, [[ἁρπάζω]], ἐπὶ [[πόλεων]], κτλ. ἐκπέρσαι Πριάμοιο πόλιν Ἰλ. Α. 19. κτλ.· ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 427, κτλ.· [[ὡσαύτως]], τὴν Διὸς τυραννίδ’ ἐκπ. βίᾳ ὁ αὐτ. Πρ. 357: μεταφ., μὴ ἡμῖν... τὸν Σιμωνίδην ἐκπέρσῃ Πλάτ. Πρωτ. 340Α. - Πρβλ. [[ἐκπορθέω]]. | |lstext='''ἐκπέρθω''': μέλλ. -πέρσω, [[καταστρέφω]] ἐντελῶς, ἐκπορθῶ, δῃῶ, λεηλατῶ, [[ἁρπάζω]], ἐπὶ [[πόλεων]], κτλ. ἐκπέρσαι Πριάμοιο πόλιν Ἰλ. Α. 19. κτλ.· ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 427, κτλ.· [[ὡσαύτως]], τὴν Διὸς τυραννίδ’ ἐκπ. βίᾳ ὁ αὐτ. Πρ. 357: μεταφ., μὴ ἡμῖν... τὸν Σιμωνίδην ἐκπέρσῃ Πλάτ. Πρωτ. 340Α. - Πρβλ. [[ἐκπορθέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐκπέρσω;<br />détruire de fond en comble.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πέρθω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -πέρσω,
A destroy utterly, sack, of cities, Il.1.19, al. (never in Od.), A.Th.427, etc.; also τὴν Διὸς τυραννίδ' ἐ. βίᾳ Id.Pr. 359: metaph., μὴ ἡμῖν..τὸν Σιμωνίδην ἐκπέρσῃ Pl.Prt.340a. II take as booty from, τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν Il.1.125.
German (Pape)
[Seite 772] (s. πέρθω), von Grund aus zerstören; πόλιν ἐκπέρσαι Il. 1, 19 u. öfter, wie Aesch. Spt. 409; τὴν Διὸς τυραννίδ' ἐκπέρσων βίᾳ Prom. 357; πᾶσαν Ἑλλάδα Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπέρθω: μέλλ. -πέρσω, καταστρέφω ἐντελῶς, ἐκπορθῶ, δῃῶ, λεηλατῶ, ἁρπάζω, ἐπὶ πόλεων, κτλ. ἐκπέρσαι Πριάμοιο πόλιν Ἰλ. Α. 19. κτλ.· (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 427, κτλ.· ὡσαύτως, τὴν Διὸς τυραννίδ’ ἐκπ. βίᾳ ὁ αὐτ. Πρ. 357: μεταφ., μὴ ἡμῖν... τὸν Σιμωνίδην ἐκπέρσῃ Πλάτ. Πρωτ. 340Α. - Πρβλ. ἐκπορθέω.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκπέρσω;
détruire de fond en comble.
Étymologie: ἐκ, πέρθω.