ἐκπέρθω
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
fut. ἐκπέρσω,
A destroy utterly, sack, of cities, Il.1.19, al. (never in Od.), A.Th.427, etc.; also τὴν Διὸς τυραννίδ' ἐ. βίᾳ Id.Pr. 359: metaph., μὴ ἡμῖν..τὸν Σιμωνίδην ἐκπέρσῃ Pl.Prt. 340a.
II take as booty from, τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν Il.1.125.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. rad. tem. 1a plu. ἐξεπράθομεν Il.1.125]
1 saquear, c. ac. de cosa y gen. de lugar llevarse como botín τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν, τὰ δέδασται lo que hemos saqueado de las ciudades está repartido, Il.l.c.
•c. ac. de ciudades y edificios saquear, destruir ἐκπέρσαι Πριάμοιο πόλιν Il.1.19, ἐκ δὲ πόλιν πέρσεν Κιλίκων Il.6.415, cf. A.Th.427, 467, E.Tr.806, Φοίβου ναόν E.Andr.1095, τὴν Εὐρυσθέως οἰκίαν Philostr.Im.2.23.
2 fig., de pers. y abstr. aniquilar, suprimir τὴν Διὸς τυραννίδ' ἐκπέρσων βίᾳ A.Pr.357, σὲ παρακαλῶ, μὴ ἡμῖν ὁ Πρωταγόρας τὸν Σιμωνίδην ἐκπέρσῃ Pl.Prt.340a.
German (Pape)
[Seite 772] (s. πέρθω), von Grund aus zerstören; πόλιν ἐκπέρσαι Il. 1, 19 u. öfter, wie Aesch. Spt. 409; τὴν Διὸς τυραννίδ' ἐκπέρσων βίᾳ Prom. 357; πᾶσαν Ἑλλάδα Eur.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκπέρσω;
détruire de fond en comble.
Étymologie: ἐκ, πέρθω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπέρθω: (aor. ἐξέπερσα, эп. 1 л. pl. aor. 2 ἐξεπράθομεν)
1 разрушать до основания (πόλιν Hom., Aesch.; Φοίβου ναόν Eur.);
2 грабить, похищать (τὰ πολίων Hom.);
3 ниспровергать (τὴν Διὸς τυραννίδα Aesch.);
4 шутл. разносить в пух и прах, уничтожать (τινά Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπέρθω: μέλλ. -πέρσω, καταστρέφω ἐντελῶς, ἐκπορθῶ, δῃῶ, λεηλατῶ, ἁρπάζω, ἐπὶ πόλεων, κτλ. ἐκπέρσαι Πριάμοιο πόλιν Ἰλ. Α. 19. κτλ.· (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 427, κτλ.· ὡσαύτως, τὴν Διὸς τυραννίδ’ ἐκπ. βίᾳ ὁ αὐτ. Πρ. 357: μεταφ., μὴ ἡμῖν... τὸν Σιμωνίδην ἐκπέρσῃ Πλάτ. Πρωτ. 340Α. - Πρβλ. ἐκπορθέω.
English (Autenrieth)
fut. ἐκπέρσω, aor. 1 subj. ἐκπέρσωσι, aor. 2 ἐξεπράθομεν: utterly destroy, pillage from; πολίων, Il. 1.125.
Greek Monolingual
ἐκπέρθω (Α)
1. εκπορθώ
2. καταργώ
3. παίρνω ως λάφυρο.
Greek Monotonic
ἐκπέρθω: μέλ. -πέρσω, καταστρέφω ολοκληρωτικά, συντρίβω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.