συριστής: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ παίζων τὴν σύριγγα (ἴδε σῦριγξ). [[αὐλητής]]. Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 43· [[ὡσαύτως]] συρικτής, Ἀριστ. Πρβλ. 18. 6, 1· Δωρικ. συρικτάς, Θεόκρ. 7. 28, Ἀνθ. Π. 6. 73, 237· καὶ συριστήρ, ῆρος, [[αὐτόθι]] 206. ΙΙ. «[[γέρανος]] ἄρρην» Ἡσύχ., πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1483. | |lstext='''σῡριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ παίζων τὴν σύριγγα (ἴδε σῦριγξ). [[αὐλητής]]. Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 43· [[ὡσαύτως]] συρικτής, Ἀριστ. Πρβλ. 18. 6, 1· Δωρικ. συρικτάς, Θεόκρ. 7. 28, Ἀνθ. Π. 6. 73, 237· καὶ συριστήρ, ῆρος, [[αὐτόθι]] 206. ΙΙ. «[[γέρανος]] ἄρρην» Ἡσύχ., πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1483. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />joueur de flûte <i>ou</i> de chalumeau.<br />'''Étymologie:''' [[συρίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, also συρ-ικτής, Arist.Pr.917a8, Corn.ND27; συρ-ίγκτης (s. v.l.) Phot.
A s.v. λαπήττειν; Dor. -ικτάς Theoc.7.28, AP6.73 (Maced.), 237 (Antist.); and συρ-ιστήρ, ῆρος, ib.5.205 (Leon.):—player on the Panspipe, piper, SIG 589.45 (Magn. Mae., ii B.C.), 1257 (Ephesus, i A.D.), PGnom.187 (ii A.D.), Luc.Syr.D.43; whistling, of the pipe, AP5 l.c.; of branches, ib.6.237 (Antist.). II the male crane, so called from his note, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1040] ὁ, 1) der Pfeifende, auf der Pfeife Blasende, Spielende, bes. der die Hirtenflöte (σῦριγξ) spielt, Luc. de dea Syr. 43. – 2) der männliche Kranich, wegen seiner gellenden Stimme, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σῡριστής: -οῦ, ὁ, ὁ παίζων τὴν σύριγγα (ἴδε σῦριγξ). αὐλητής. Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 43· ὡσαύτως συρικτής, Ἀριστ. Πρβλ. 18. 6, 1· Δωρικ. συρικτάς, Θεόκρ. 7. 28, Ἀνθ. Π. 6. 73, 237· καὶ συριστήρ, ῆρος, αὐτόθι 206. ΙΙ. «γέρανος ἄρρην» Ἡσύχ., πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1483.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
joueur de flûte ou de chalumeau.
Étymologie: συρίζω.