καταφάνεια: Difference between revisions
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταφάνεια''': ἡ, τὸ καθαρῶς φαίνεσθαι, [[ἐνάργεια]], [[διαφάνεια]], [[διαύγεια]], Πλούτ. 2. 914F· διαύγειαν καὶ κ. ταῖς ὄψεσι διδόντες 915F·- [[σαφήνεια]], τὸ κατάδηλον ἤθους καὶ πάθους, κ. ποιεῖν ἐν τοῖς λόγοις, = πᾶν [[ἦθος]] καταφανὲς ποιεῖν ὁ αὐτ. 715F. | |lstext='''καταφάνεια''': ἡ, τὸ καθαρῶς φαίνεσθαι, [[ἐνάργεια]], [[διαφάνεια]], [[διαύγεια]], Πλούτ. 2. 914F· διαύγειαν καὶ κ. ταῖς ὄψεσι διδόντες 915F·- [[σαφήνεια]], τὸ κατάδηλον ἤθους καὶ πάθους, κ. ποιεῖν ἐν τοῖς λόγοις, = πᾶν [[ἦθος]] καταφανὲς ποιεῖν ὁ αὐτ. 715F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />clarté, transparence.<br />'''Étymologie:''' [[καταφανής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰν], ἡ,
A clearness, κ. καὶ γαλήνη Plu.2.914f. II manifestness, κ. ποιεῖν ἐν τοῖς λόγοις ib.715f.
Greek (Liddell-Scott)
καταφάνεια: ἡ, τὸ καθαρῶς φαίνεσθαι, ἐνάργεια, διαφάνεια, διαύγεια, Πλούτ. 2. 914F· διαύγειαν καὶ κ. ταῖς ὄψεσι διδόντες 915F·- σαφήνεια, τὸ κατάδηλον ἤθους καὶ πάθους, κ. ποιεῖν ἐν τοῖς λόγοις, = πᾶν ἦθος καταφανὲς ποιεῖν ὁ αὐτ. 715F.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
clarté, transparence.
Étymologie: καταφανής.