κήλη: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κήλη''': Ἀττ. [[κάλη]] ᾱ, ἡ, [[οἴδημα]], [[ὄγκωμα]], ἰδίως «σπάσιμον», «καταίβασμα», Λατ. hernia, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, Ἀνθ. Π. 6. 166., 11. 342, 404. 2) ὕβος ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ βουβάλου gibber in dorso (Plin. 8. 70), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5, [[ἔνθα]] νῦν ἐκ πολλῶν Ἀντιγράφ. διωρθώθη εἰς κάλας ἀντὶ χαίτας· πρβλ. Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 47, «καλήτης καὶ [[κάλη]] Ἀττικοί…, [[κηλήτης]] καὶ [[κήλη]] Ἴωνες». (Ἐντεῦθεν, [[βουβωνοκήλη]], [[βρογχοκήλη]], [[ὑδροκήλη]]). | |lstext='''κήλη''': Ἀττ. [[κάλη]] ᾱ, ἡ, [[οἴδημα]], [[ὄγκωμα]], ἰδίως «σπάσιμον», «καταίβασμα», Λατ. hernia, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, Ἀνθ. Π. 6. 166., 11. 342, 404. 2) ὕβος ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ βουβάλου gibber in dorso (Plin. 8. 70), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5, [[ἔνθα]] νῦν ἐκ πολλῶν Ἀντιγράφ. διωρθώθη εἰς κάλας ἀντὶ χαίτας· πρβλ. Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 47, «καλήτης καὶ [[κάλη]] Ἀττικοί…, [[κηλήτης]] καὶ [[κήλη]] Ἴωνες». (Ἐντεῦθεν, [[βουβωνοκήλη]], [[βρογχοκήλη]], [[ὑδροκήλη]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />tumeur, <i>particul.</i> hernie.<br />'''Étymologie:''' DELG rapprochements avec des mots germaniques désignant la hernie. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
Att.κάλη [prob.ᾱ], ἡ,
A tumour; esp. rupture, hernia, Hp.Aër. 7 (pl.), AP6.166 (Lucill.), 11.342. 2 hump on a buffalo's back, Arist.HA606a16, in acc. pl. κάλας (v.l. χαίτας); in human beings, Eup.276.1, Gal.7.729, Artem.3.45; καλήτης καὶ κάλη Ἀττικοί... κηλήτης καὶ κήλη Ἴωνες Phryn.PSp.81 B. (Cf. ONorse haull, OSlav. kyla, both = hernia.)
German (Pape)
[Seite 1431] ἡ, att. κάλη, Geschwulst, bes. Bruch; die besondere Art derselben wird von den Aerzten durch Composita angegeben, ἐντεροκήλη, ἐπιπλοκήλη u. ä., Medic.; vgl. B. A. 47, 21.
Greek (Liddell-Scott)
κήλη: Ἀττ. κάλη ᾱ, ἡ, οἴδημα, ὄγκωμα, ἰδίως «σπάσιμον», «καταίβασμα», Λατ. hernia, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, Ἀνθ. Π. 6. 166., 11. 342, 404. 2) ὕβος ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ βουβάλου gibber in dorso (Plin. 8. 70), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5, ἔνθα νῦν ἐκ πολλῶν Ἀντιγράφ. διωρθώθη εἰς κάλας ἀντὶ χαίτας· πρβλ. Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 47, «καλήτης καὶ κάλη Ἀττικοί…, κηλήτης καὶ κήλη Ἴωνες». (Ἐντεῦθεν, βουβωνοκήλη, βρογχοκήλη, ὑδροκήλη).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
tumeur, particul. hernie.
Étymologie: DELG rapprochements avec des mots germaniques désignant la hernie.