μετακλαίω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακλαίω''': μελλ. -[[κλαύσομαι]]· - [[κλαίω]] κατόπιν, ἢ [[ὅταν]] [[εἶναι]] πλέον ἀργά, ἦ τέ μεν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι Ἰλ. Λ. 763· - κατὰ μέσ. ἐνεστ., [[ὡσαύτως]], θρηνῶ κατόπιν ἢ [[μετὰ]] [[ταῦτα]], Εὐρ. Ἑκ. 214· πρβλ. [[μεταστένω]] ΙΙ.
|lstext='''μετακλαίω''': μελλ. -[[κλαύσομαι]]· - [[κλαίω]] κατόπιν, ἢ [[ὅταν]] [[εἶναι]] πλέον ἀργά, ἦ τέ μεν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι Ἰλ. Λ. 763· - κατὰ μέσ. ἐνεστ., [[ὡσαύτως]], θρηνῶ κατόπιν ἢ [[μετὰ]] [[ταῦτα]], Εὐρ. Ἑκ. 214· πρβλ. [[μεταστένω]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=pleurer ensuite, <i>càd</i> déplorer la perte de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> μετακλαίομαι pleurer avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κλαίω]].
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακλαίω Medium diacritics: μετακλαίω Low diacritics: μετακλαίω Capitals: ΜΕΤΑΚΛΑΙΩ
Transliteration A: metaklaíō Transliteration B: metaklaiō Transliteration C: metaklaio Beta Code: metaklai/w

English (LSJ)

   A weep afterwards or too late, ἦ τέ μιν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι Il.11.764.    II lament afterwards, τῆς παλαιᾶς διαίτης ἑαυτούς Ph.1.209:—Med., τὸν ἐμὸν βίον E.Hec.214 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 147] att. μετακλάω (s. κλαίω), nachher, hinterdrein weinen, ἦ τέ μιν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι, Il. 11, 764; c. acc., beklagen, τὸν ἐμὸν βίον οὐ μετακλαίομαι, Eur. Hec. 214.

Greek (Liddell-Scott)

μετακλαίω: μελλ. -κλαύσομαι· - κλαίω κατόπιν, ἢ ὅταν εἶναι πλέον ἀργά, ἦ τέ μεν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι Ἰλ. Λ. 763· - κατὰ μέσ. ἐνεστ., ὡσαύτως, θρηνῶ κατόπιν ἢ μετὰ ταῦτα, Εὐρ. Ἑκ. 214· πρβλ. μεταστένω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

pleurer ensuite, càd déplorer la perte de, acc.;
Moy. μετακλαίομαι pleurer avec ou en même temps.
Étymologie: μετά, κλαίω.