πολυβλαβής: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυβλᾰβής''': -ές, [[λίαν]] [[βλαβερός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2.
|lstext='''πολυβλᾰβής''': -ές, [[λίαν]] [[βλαβερός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très endommagé <i>ou</i> facile à endommager.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βλάπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβλᾰβής Medium diacritics: πολυβλαβής Low diacritics: πολυβλαβής Capitals: ΠΟΛΥΒΛΑΒΗΣ
Transliteration A: polyblabḗs Transliteration B: polyblabēs Transliteration C: polyvlavis Beta Code: polublabh/s

English (LSJ)

ές,

   A very hurtful, EM1.22, Sch.A.R.2.232, Sch.Il.14.271.    II Pass., easily hurt, τὸ τῆς σαρκὸς π. Plu.2.1090b.

German (Pape)

[Seite 660] ές (βλάβη), 1) vielfach, sehr schädlich, Schol. Il. 14, 271. – 2) vielem Schaden ausgesetzt, leicht zu beschädigen, Plut. non posse 5.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβλᾰβής: -ές, λίαν βλαβερός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très endommagé ou facile à endommager.
Étymologie: πολύς, βλάπτω.