παραθήγω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραθήγω''': μέλλ. -ξω, ἀκονῶ, [[ὀξύνω]], ἐγχειριδίου ... ἀκόνῃ ... παραθηγομένου Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1. 2) μεταφορ., [[ἐξερεθίζω]], [[διεγείρω]], τὰς ὀργάς τινι Διον. Ἁλ. 8. 57· τὴν ψυχὴν μέλεσι π. παροομῶ, Πλούτ. 2. 1145F.
|lstext='''παραθήγω''': μέλλ. -ξω, ἀκονῶ, [[ὀξύνω]], ἐγχειριδίου ... ἀκόνῃ ... παραθηγομένου Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1. 2) μεταφορ., [[ἐξερεθίζω]], [[διεγείρω]], τὰς ὀργάς τινι Διον. Ἁλ. 8. 57· τὴν ψυχὴν μέλεσι π. παροομῶ, Πλούτ. 2. 1145F.
}}
{{bailly
|btext=aiguiser ; <i>fig.</i> exciter.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[θήγω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθήγω Medium diacritics: παραθήγω Low diacritics: παραθήγω Capitals: ΠΑΡΑΘΗΓΩ
Transliteration A: parathḗgō Transliteration B: parathēgō Transliteration C: parathigo Beta Code: paraqh/gw

English (LSJ)

   A whet, sharpen upon, ἐγχειριδίου . . ἀκόνῃ . . παραθηγομένου Hermipp.46 (anap.).    2 metaph., exasperate, provoke, τὰς ὀργάς τινων (v.l. τισι) D.H.8.57; παρατέθηκται ἐξ ἐπιστολῆς Ph.2.575, cf. 543; τὴν ψυχὴν τοῖς καλλίστοις τῶν μελῶν π. incite, Plu.2.1145f.

German (Pape)

[Seite 479] (woran) wetzen, schärfen; Hermipp. bei Plut. Pericl. 33; πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι, Luc. Navig. 9; – übertr., wozu anreizen, ermuntern, ὁ τὰς ὀργὰς αὐτοῖς παραθήξας, D. Hal. 8, 57; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραθήγω: μέλλ. -ξω, ἀκονῶ, ὀξύνω, ἐγχειριδίου ... ἀκόνῃ ... παραθηγομένου Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1. 2) μεταφορ., ἐξερεθίζω, διεγείρω, τὰς ὀργάς τινι Διον. Ἁλ. 8. 57· τὴν ψυχὴν μέλεσι π. παροομῶ, Πλούτ. 2. 1145F.

French (Bailly abrégé)

aiguiser ; fig. exciter.
Étymologie: παρά, θήγω.