ὀπισθόδομος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπισθόδομος''': ὁ, [[ὀπίσθιος]] [[δόμος]], ὁ ἐσωτερικὸς σηκὸς τοῦ παλαιοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς ἐπὶ τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀκροπόλεως, χρησιμεύων ὡς [[θησαυροφυλάκιον]], Ἀριστοφ. Πλ. 1193, Δημ. 170. 6, 743. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 23· πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 2. 189, ἴδε Λεξικ. Ἑλλ. Ἀρχαιολ. Α. Ραγκαβῆ ἐν λέξει. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ κείμενος ἐν τῷ ὀπισθίῳ μέρει οἰκοδομήματός τινος, αἱ ὀπ. στῆλαι Πολύβ. 12. 2, 2.
|lstext='''ὀπισθόδομος''': ὁ, [[ὀπίσθιος]] [[δόμος]], ὁ ἐσωτερικὸς σηκὸς τοῦ παλαιοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς ἐπὶ τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀκροπόλεως, χρησιμεύων ὡς [[θησαυροφυλάκιον]], Ἀριστοφ. Πλ. 1193, Δημ. 170. 6, 743. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 23· πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 2. 189, ἴδε Λεξικ. Ἑλλ. Ἀρχαιολ. Α. Ραγκαβῆ ἐν λέξει. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ κείμενος ἐν τῷ ὀπισθίῳ μέρει οἰκοδομήματός τινος, αἱ ὀπ. στῆλαι Πολύβ. 12. 2, 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />derrière d’une maison <i>ou</i> d’un temple ; <i>à Athènes</i>, opisthodome, derrière du Parthénon où était le trésor public.<br />'''Étymologie:''' [[ὄπισθε]], [[δόμος]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθόδομος Medium diacritics: ὀπισθόδομος Low diacritics: οπισθόδομος Capitals: ΟΠΙΣΘΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: opisthódomos Transliteration B: opisthodomos Transliteration C: opisthodomos Beta Code: o)pisqo/domos

English (LSJ)

ὁ,

   A back chamber, inner cell of the old temple of Athena in the Acropolis at Athens, used as the Treasury, IG12.139.17, al., Ar.Pl.1193, D.13.14,24.136, IG22.1388.73, etc. ; Delph. ὀπισσόδομος SIG246 iii 35 (iv B. C.).    II as Adj., at the back of a building, αἱ ὀ. στῆλαι Plb.12.11.2.

German (Pape)

[Seite 358] ὁ, Hinterhaus, bes. Hintertheil eines Tempels; in Athen die Hinterhalle des Tempels der Athene auf der Burg, die als Schatzkammer diente; Ar. Plut. 1193 Dem. 24, 136 Luc. Tim. 53 u. öfter; vgl. Böckh's Staatshaush. 1 p. 473. – Adj., αἱ ὀπισθόδομοι στῆλαι, Pol. 12, 12, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθόδομος: ὁ, ὀπίσθιος δόμος, ὁ ἐσωτερικὸς σηκὸς τοῦ παλαιοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς ἐπὶ τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀκροπόλεως, χρησιμεύων ὡς θησαυροφυλάκιον, Ἀριστοφ. Πλ. 1193, Δημ. 170. 6, 743. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 23· πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 2. 189, ἴδε Λεξικ. Ἑλλ. Ἀρχαιολ. Α. Ραγκαβῆ ἐν λέξει. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ κείμενος ἐν τῷ ὀπισθίῳ μέρει οἰκοδομήματός τινος, αἱ ὀπ. στῆλαι Πολύβ. 12. 2, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
derrière d’une maison ou d’un temple ; à Athènes, opisthodome, derrière du Parthénon où était le trésor public.
Étymologie: ὄπισθε, δόμος.