ἀποδοκιμάζω: Difference between revisions
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποδοκῐμάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἀπορρίπτω]] [[μετὰ]] γενομένην δοκιμασίαν, δηλ. ἐξέτασιν, [[ἀπορρίπτω]] ὑποψήφιον δι’ ἔλλειψιν τῶν ἀπαιτουμένων προσόντων, Ἡρόδ. 6. 130, Λυσ. 130. 33, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 3: - Παθ., λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ἄρχειν Δείναρχ. 106. 20, πρβλ. Δημ. 779. 4. 2) ἐν γένει, δὲν [[ἐγκρίνω]], [[ἀπορρίπτω]] ὡς ἀνάξιον ἢ ἀκατάλληλον, πασσόφους ἄνδρας Πλάτ. Θεαίτ. 181Β· ἵππον Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 13· νόμον ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 4, 14· τὴν [τοῦ αὐλοῦ] χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 10, πρβλ. 15, κ. ἀλλ.· [ἡ [[ὄρνις]]] ἀπ. τὰ αὑτῆς ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 29, 2· ἀποδοκιμάζει τὴν τοιαύτην διατριβὴν Τιμοκλ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 12· τὸ ποιεῖν τι Ξεν. Κύρ. 8. 1, 47· πρβλ. [[ἀποδοκιμάω]]. | |lstext='''ἀποδοκῐμάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἀπορρίπτω]] [[μετὰ]] γενομένην δοκιμασίαν, δηλ. ἐξέτασιν, [[ἀπορρίπτω]] ὑποψήφιον δι’ ἔλλειψιν τῶν ἀπαιτουμένων προσόντων, Ἡρόδ. 6. 130, Λυσ. 130. 33, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 3: - Παθ., λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ἄρχειν Δείναρχ. 106. 20, πρβλ. Δημ. 779. 4. 2) ἐν γένει, δὲν [[ἐγκρίνω]], [[ἀπορρίπτω]] ὡς ἀνάξιον ἢ ἀκατάλληλον, πασσόφους ἄνδρας Πλάτ. Θεαίτ. 181Β· ἵππον Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 13· νόμον ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 4, 14· τὴν [τοῦ αὐλοῦ] χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 10, πρβλ. 15, κ. ἀλλ.· [ἡ [[ὄρνις]]] ἀπ. τὰ αὑτῆς ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 29, 2· ἀποδοκιμάζει τὴν τοιαύτην διατριβὴν Τιμοκλ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 12· τὸ ποιεῖν τι Ξεν. Κύρ. 8. 1, 47· πρβλ. [[ἀποδοκιμάω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀποδοκιμάσω, <i>ao.</i> ἀπεδοκίμασα, <i>pf.</i> ἀποδεδοκίμακα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἀπεδοκιμάσθην, <i>pf.</i> ἀποδεδοκίμασμαι;<br />rejeter à l’essai, repousser après une épreuve ; <i>p. anal.</i> rejeter comme indigne, insuffisant <i>ou</i> peu convenable, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δοκιμάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
A reject on scrutiny or trial, reject a candidate from want of qualification, Hdt.6.130, Lys.13.10, Archipp.14:—Pass., λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ἄρχειν Din.2.10, cf. D.25.30. 2 generally, reject as unworthy or unfit, πασσόφους ἄνδρας Pl.Tht.181b; ἵππον X. Eq.Mag.1.13; νόμους Id.Mem.4.4.14; ἀργύριον Thphr.Char.4.11; τὴν [τοῦ αὐλοῦ] χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Arist.Pol.1341a26, cf. 37 (Pass.); [ἡ ὄρνις] ἀ. τὰ αὑτῆς Id.HA618a17; τὴν τοιαύτην διατριβήν Timocl. 8.12; τὸ ποιεῖν τι X.Cyr.8.1.47: c. inf., Phlp.in Ph.584.26. II conclude, judge, Dam.Pr.117.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδοκῐμάζω: μέλλ. -άσω, ἀπορρίπτω μετὰ γενομένην δοκιμασίαν, δηλ. ἐξέτασιν, ἀπορρίπτω ὑποψήφιον δι’ ἔλλειψιν τῶν ἀπαιτουμένων προσόντων, Ἡρόδ. 6. 130, Λυσ. 130. 33, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 3: - Παθ., λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ἄρχειν Δείναρχ. 106. 20, πρβλ. Δημ. 779. 4. 2) ἐν γένει, δὲν ἐγκρίνω, ἀπορρίπτω ὡς ἀνάξιον ἢ ἀκατάλληλον, πασσόφους ἄνδρας Πλάτ. Θεαίτ. 181Β· ἵππον Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 13· νόμον ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 4, 14· τὴν [τοῦ αὐλοῦ] χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 10, πρβλ. 15, κ. ἀλλ.· [ἡ ὄρνις] ἀπ. τὰ αὑτῆς ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 29, 2· ἀποδοκιμάζει τὴν τοιαύτην διατριβὴν Τιμοκλ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 12· τὸ ποιεῖν τι Ξεν. Κύρ. 8. 1, 47· πρβλ. ἀποδοκιμάω.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποδοκιμάσω, ao. ἀπεδοκίμασα, pf. ἀποδεδοκίμακα;
Pass. ao. ἀπεδοκιμάσθην, pf. ἀποδεδοκίμασμαι;
rejeter à l’essai, repousser après une épreuve ; p. anal. rejeter comme indigne, insuffisant ou peu convenable, acc..
Étymologie: ἀπό, δοκιμάζω.