λυχνίδιον: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λυχνίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ λύχνιον, μικρὸς λυχνοστάτης, [[λυχνοῦχος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 115, 274, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 5. [Πιθ.-ῖδ-, πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 4].
|lstext='''λυχνίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ λύχνιον, μικρὸς λυχνοστάτης, [[λυχνοῦχος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 115, 274, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 5. [Πιθ.-ῖδ-, πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 4].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite lampe <i>ou</i> petite lanterne.<br />'''Étymologie:''' [[λύχνος]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχνίδιον Medium diacritics: λυχνίδιον Low diacritics: λυχνίδιον Capitals: ΛΥΧΝΙΔΙΟΝ
Transliteration A: lychnídion Transliteration B: lychnidion Transliteration C: lychnidion Beta Code: luxni/dion

English (LSJ)

τό,

   A v. λυχνεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λύχνιον, μικρὸς λυχνοστάτης, λυχνοῦχος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 115, 274, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 5. [Πιθ.-ῖδ-, πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 4].

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite lampe ou petite lanterne.
Étymologie: λύχνος.