μυλλαίνω: Difference between revisions
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυλλαίνω''': (μυλλὸς) στραβώνω τὸ [[στόμα]], [[κάμνω]] μορφασμοὺς διὰ τοῦ στόματος πρὸς ἐμπαιγμόν, περιπαίζω, ὡς τὸ [[σιλλαίνω]], Φώτ. ἐν λ. [[σιλλαίνω]]· πρβλ. [[μύλλω]]. | |lstext='''μυλλαίνω''': (μυλλὸς) στραβώνω τὸ [[στόμα]], [[κάμνω]] μορφασμοὺς διὰ τοῦ στόματος πρὸς ἐμπαιγμόν, περιπαίζω, ὡς τὸ [[σιλλαίνω]], Φώτ. ἐν λ. [[σιλλαίνω]]· πρβλ. [[μύλλω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=tordre la bouche, faire la moue.<br />'''Étymologie:''' [[μύλλα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
(μυλλός A)
A distort the mouth, make mouths or mock at, Phot. s.v. σιλλαίνει. μυλλάς, άδος, ἡ, (μύλλω) prostitute, Id. (μυλάς cod.), Suid. (v.l. μυλάς). μυλλάω, = μυλλαίνω, in pf. μεμύλληκε, Hsch. μύλλη· λεῖα, Id.; cf. μυμεῖ. μυλλίζω, = μυλλαίνω, Phot. and Suid. s.v. σιλλαίνει.
German (Pape)
[Seite 217] den Mund, die Lippen (μύλλος) verziehen, höhnisch lachen, verspotten, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μυλλαίνω: (μυλλὸς) στραβώνω τὸ στόμα, κάμνω μορφασμοὺς διὰ τοῦ στόματος πρὸς ἐμπαιγμόν, περιπαίζω, ὡς τὸ σιλλαίνω, Φώτ. ἐν λ. σιλλαίνω· πρβλ. μύλλω.
French (Bailly abrégé)
tordre la bouche, faire la moue.
Étymologie: μύλλα.