διάπυρος: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάπῠρος''': -ον, [[διάθερμος]], [[ὑπέρθερμος]], Ἀναξαγ. παρὰ Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7, Ἱππ. Ἀέρ. 291, Εὐρ. Κύκλ. 631, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1. 2) πεφλογισμένος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. 3) μεταφ., [[θερμός]], [[ἔνθερμος]], [[πλήρης]] πάθους, Πλάτ. Πολ. 615Ε, Νόμ. 783Α· δ. πρὸς ὀργήν, πρὸς δόξαν Πλούτ. 2. 577Α, κτλ.· οὕτω, δ. [[μῖσος]], ἔρωτες ὁ αὐτ. Ἀράτ. 3 καὶ 15.
|lstext='''διάπῠρος''': -ον, [[διάθερμος]], [[ὑπέρθερμος]], Ἀναξαγ. παρὰ Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7, Ἱππ. Ἀέρ. 291, Εὐρ. Κύκλ. 631, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1. 2) πεφλογισμένος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. 3) μεταφ., [[θερμός]], [[ἔνθερμος]], [[πλήρης]] πάθους, Πλάτ. Πολ. 615Ε, Νόμ. 783Α· δ. πρὸς ὀργήν, πρὸς δόξαν Πλούτ. 2. 577Α, κτλ.· οὕτω, δ. [[μῖσος]], ἔρωτες ὁ αὐτ. Ἀράτ. 3 καὶ 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> fortement chauffé;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> enflammé, ardent.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πῦρ]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπῠρος Medium diacritics: διάπυρος Low diacritics: διάπυρος Capitals: ΔΙΑΠΥΡΟΣ
Transliteration A: diápyros Transliteration B: diapyros Transliteration C: diapyros Beta Code: dia/puros

English (LSJ)

ον,

   A red-hot, Anaxag.A.1,al., Hp.Aër. 17, E.Cyc.631, Arist.Pr.954a18; σίδηρος Epicur.Fr.346b; διάπυρα, τά, embers, Pl.Ti.58c; extremely hot, πέτραι δ. ὑπὸ τοῦ ἡλίου Porph. Abst.1.13.    2 inflamed, Hp.VM18.    3 metaph., ardent, fiery, Pl.R.615e, Lg.783a (Sup.); δ. πρὸς ὀργήν, πρὸς δόξαν, Plu.2.577a, Luc.4; ἐραστής Procop.Pers.2.12; δ. μῖσος Plu.Arat.3. Adv. -ρως ardently, προσέχειν σχολῇ εὐσεβείας Jul.Ep.89a; ἐρασθῆναί τινος Ael.VH2.4.    4 using fire, χρεία Max.Tyr.10.8.

Greek (Liddell-Scott)

διάπῠρος: -ον, διάθερμος, ὑπέρθερμος, Ἀναξαγ. παρὰ Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7, Ἱππ. Ἀέρ. 291, Εὐρ. Κύκλ. 631, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1. 2) πεφλογισμένος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. 3) μεταφ., θερμός, ἔνθερμος, πλήρης πάθους, Πλάτ. Πολ. 615Ε, Νόμ. 783Α· δ. πρὸς ὀργήν, πρὸς δόξαν Πλούτ. 2. 577Α, κτλ.· οὕτω, δ. μῖσος, ἔρωτες ὁ αὐτ. Ἀράτ. 3 καὶ 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fortement chauffé;
2 fig. enflammé, ardent.
Étymologie: διά, πῦρ.