Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔξαλος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξᾰλος''': -ον, (ἅλς), ἔξω τῆς θαλάσσης, ἀντίθετον τῷ [[ὕφαλος]], οἱ μὲν οὖν ἐρέται τὸ [[σκάφος]] ἔξαλον εἰς γῆν ἀνασπάσαντες Λουκ. Ἔρωτ. 8· ἔξαλοι ἀΐσσουσι Ὀππ. Ἁλ. 2. 593· ἔξαλλον ἔλαβε τὴν πληγήν, ἔλαβε τὸ [[κτύπημα]] εἰς τὸ ἔξω τοῦ ὕδατος [[μέρος]] τοῦ πλοίου, Πολύβ. 16. 3, 8· τὰ ἔξαλα τῆς νεὼς Λουκ. ἐν Διὶ Τραγῳδ. 49. 2) ὁ μακρὰν τῆς θαλάσσης κείμενος, ἐπὶ τόπων, ἐποχετεύεται δὲ τοῖς κοχλίαις τὰ [[λίαν]] ἔξαλα Στράβων 819.
|lstext='''ἔξᾰλος''': -ον, (ἅλς), ἔξω τῆς θαλάσσης, ἀντίθετον τῷ [[ὕφαλος]], οἱ μὲν οὖν ἐρέται τὸ [[σκάφος]] ἔξαλον εἰς γῆν ἀνασπάσαντες Λουκ. Ἔρωτ. 8· ἔξαλοι ἀΐσσουσι Ὀππ. Ἁλ. 2. 593· ἔξαλλον ἔλαβε τὴν πληγήν, ἔλαβε τὸ [[κτύπημα]] εἰς τὸ ἔξω τοῦ ὕδατος [[μέρος]] τοῦ πλοίου, Πολύβ. 16. 3, 8· τὰ ἔξαλα τῆς νεὼς Λουκ. ἐν Διὶ Τραγῳδ. 49. 2) ὁ μακρὰν τῆς θαλάσσης κείμενος, ἐπὶ τόπων, ἐποχετεύεται δὲ τοῖς κοχλίαις τὰ [[λίαν]] ἔξαλα Στράβων 819.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> hors de la mer, qui sort de la mer;<br /><b>2</b> au-dessus de la mer : τὰ ἔξαλα LUC partie d’un navire au-dessus de la ligne de flottaison, œuvres mortes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἅλς]]¹.
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξᾰλος Medium diacritics: ἔξαλος Low diacritics: έξαλος Capitals: ΕΞΑΛΟΣ
Transliteration A: éxalos Transliteration B: exalos Transliteration C: eksalos Beta Code: e)/calos

English (LSJ)

ον, (ἅλς B)

   A out of the sea, ἔ. ἰχθύς leaping out of the sea, Emp. 117; ἔ. τὸ σκάφος ἀνασπᾶν Luc.Am.8; ἔ. ἀΐσσειν Opp.H.2.593; πληγὴ ἔ. a blow on a ship's hull above water, Plb.16.3.8; τὰ ἔ. τῆς νεώς Luc.JTr.47; rising high out of the water, of islands, Str.17.1.52.

German (Pape)

[Seite 866] aus dem Meere; τὸ σκάφος ἔξαλον ἐς γῆν ἀνασπάσαντες Luc. amor. 8; ἔξαλοι ἀΐσσουσιν Opp. Hal. 2, 593; Ggstz ἔναλος κώπη, Sezt. Emp. adv. math. 7, 414; aus dem Meere hervorragend, Pol. 34, 3; Ggstz ὕφαλος, Luc. Iup. trag. 47; – fern vom Meere gelegen, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξᾰλος: -ον, (ἅλς), ἔξω τῆς θαλάσσης, ἀντίθετον τῷ ὕφαλος, οἱ μὲν οὖν ἐρέται τὸ σκάφος ἔξαλον εἰς γῆν ἀνασπάσαντες Λουκ. Ἔρωτ. 8· ἔξαλοι ἀΐσσουσι Ὀππ. Ἁλ. 2. 593· ἔξαλλον ἔλαβε τὴν πληγήν, ἔλαβε τὸ κτύπημα εἰς τὸ ἔξω τοῦ ὕδατος μέρος τοῦ πλοίου, Πολύβ. 16. 3, 8· τὰ ἔξαλα τῆς νεὼς Λουκ. ἐν Διὶ Τραγῳδ. 49. 2) ὁ μακρὰν τῆς θαλάσσης κείμενος, ἐπὶ τόπων, ἐποχετεύεται δὲ τοῖς κοχλίαις τὰ λίαν ἔξαλα Στράβων 819.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 hors de la mer, qui sort de la mer;
2 au-dessus de la mer : τὰ ἔξαλα LUC partie d’un navire au-dessus de la ligne de flottaison, œuvres mortes.
Étymologie: ἐξ, ἅλς¹.