ἵπταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἵπταμαι''': ἀποθ., [[ἕτερος]] [[τύπος]] τοῦ [[πέτομαι]], ἀπαντῶν παρὰ Μόσχῳ 3. 43, Βαβρ. 65. 4, Λουκ., καὶ παρ’ ἄλλοις μεταγεν.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 325. Ἴδε [[πέτομαι]].
|lstext='''ἵπταμαι''': ἀποθ., [[ἕτερος]] [[τύπος]] τοῦ [[πέτομαι]], ἀπαντῶν παρὰ Μόσχῳ 3. 43, Βαβρ. 65. 4, Λουκ., καὶ παρ’ ἄλλοις μεταγεν.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 325. Ἴδε [[πέτομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>Moy;<br />impf.</i> ἱπτάμην, <i>ao.2</i> [[ἐπτάμην]];<br /><i>réc. c.</i> [[πέτομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵπταμαι Medium diacritics: ἵπταμαι Low diacritics: ίπταμαι Capitals: ΙΠΤΑΜΑΙ
Transliteration A: híptamai Transliteration B: hiptamai Transliteration C: iptamai Beta Code: i(/ptamai

English (LSJ)

-πέτομαι, Mosch.3.43, Babr.65.4, Jul.Or.2.72a, etc.; censured by Luc.Sol.7,Lex.25.

German (Pape)

[Seite 1262] = πέτομαι, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἵπταμαι: ἀποθ., ἕτερος τύπος τοῦ πέτομαι, ἀπαντῶν παρὰ Μόσχῳ 3. 43, Βαβρ. 65. 4, Λουκ., καὶ παρ’ ἄλλοις μεταγεν.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 325. Ἴδε πέτομαι.

French (Bailly abrégé)

Moy;
impf.
ἱπτάμην, ao.2 ἐπτάμην;
réc. c. πέτομαι.