προσευχή: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσευχή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐν τῷ οἴκῳ τῆς προσευχῆς μου, ἐπὶ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ, Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΝϚ΄, 7), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 13. ΙΙ. [[τόπος]] προσευχῆς, ἰδίως [[εὐκτήριος]] [[οἶκος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2079, 2114b καὶ bb (προσθῆκ.)˙ [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 10, 23, Φίλων 2. 523, κ. ἀλλ., πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 13, Juven. 3. 296.
|lstext='''προσευχή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐν τῷ οἴκῳ τῆς προσευχῆς μου, ἐπὶ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ, Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΝϚ΄, 7), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 13. ΙΙ. [[τόπος]] προσευχῆς, ἰδίως [[εὐκτήριος]] [[οἶκος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2079, 2114b καὶ bb (προσθῆκ.)˙ [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 10, 23, Φίλων 2. 523, κ. ἀλλ., πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 13, Juven. 3. 296.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> prière;<br /><b>2</b> lieu de prière, temple NT.<br />'''Étymologie:''' [[προσεύχομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσευχή Medium diacritics: προσευχή Low diacritics: προσευχή Capitals: ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Transliteration A: proseuchḗ Transliteration B: proseuchē Transliteration C: prosefchi Beta Code: proseuxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A prayer, οἶκος προσευχῆς, of the Temple, LXXIs.56.7; κατὰ τὰς κοινὰς ἡμῶν εὐχὰς καὶ προσευχάς BGU1080.5 (iii A.D.).    II place of prayer, sanctuary, chapel, IPE12.176 (Olbia), 2.52 (Panticapaeum); esp. among the Jews. synagogue, PEnteux.30.5 (iii B.C.), OGI726 (Egypt, iii B.C.), 96.6 (ibid., iii/ii B.C.), al., PTeb.86.18 (ii B.C.), Ph.2.523, J.Vit.54, Apion ap. eund.Ap.2.2, Act.Ap.16.13, Juv.3.296.

German (Pape)

[Seite 763] ἡ, 1) Gebet, Bitte an eine Gottheit, θεῶν, Plut. Timol. 25; N. T. – 2) Ort zum Beten, Bethaus, bes. der Juden, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

προσευχή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐν τῷ οἴκῳ τῆς προσευχῆς μου, ἐπὶ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ, Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΝϚ΄, 7), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 13. ΙΙ. τόπος προσευχῆς, ἰδίως εὐκτήριος οἶκος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2079, 2114b καὶ bb (προσθῆκ.)˙ μάλιστα παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 10, 23, Φίλων 2. 523, κ. ἀλλ., πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 13, Juven. 3. 296.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 prière;
2 lieu de prière, temple NT.
Étymologie: προσεύχομαι.